Εξονυχιστικό έλεγχο των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα σε Ελλάδα και Ευρώπη διενεργεί ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM).
Ο SSM, θεωρεί πως αυτό αποτελεί για τα πιστωτικά ιδρύματα ένα μείζον θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί καθώς η πρόσφατη τραπεζική κρίση κατέγραψε το πρόβλημα με τον πιο σαφή τρόπο.
Στο πλαίσιο αυτό, αλλά και επειδή η πρόσφατη κρίση αναδιαμορφώνει την επιμέτρηση των κινδύνων, οι επόπτες καταγράφουν με μεγάλη λεπτομέρεια και επιμέλεια τον χάρτη των καταθέσεων για κάθε ευρωπαϊκή χώρα, αφού αυτό θα αποτελέσει και μια βάση προκειμένου η ΕΚΤ να επιτύχει το τελικό στάδιο της τραπεζικής ενοποίησης, που δεν είναι άλλο από τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων.
Βεβαίως, το κοινό ταμείο εγγύησης καταθέσεων δεν είναι κάτι που αναμένεται να λάβει χώρα άμεσα, ωστόσο η αλλαγή των μοντέλων επιμέτρησης κινδύνων αναμένεται να οδηγήσει σε μεταβολές στα λογιστικά των τραπεζών αρκετά σύντομα.
Στη χώρα μας το 70% των καταθέσεων που ξεπερνούν τα 190 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν οι ελληνικές τράπεζες, είναι ασφαλισμένες, κάτι το οποίο μεταφράζεται σε καταθέσεις μικρότερες από 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά τράπεζα.
Οι δείκτες ρευστότητας
Οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών είναι εξαιρετικά υψηλοί καθώς κινούνται σε μια κλίμακα μεταξύ 180%-200% επί του συνόλου των δανείων και των ομολόγων.
Αυτό δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, αλλά οφείλεται στο γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες «έδιωξαν» από τους ισολογισμούς τους όλα τα κόκκινα δάνεια και διατήρησαν στο χαρτοφυλάκιό τους μόνον τα εξυπηρετούμενα, στοιχείο το οποίο εκ των πραγμάτων οδηγεί σε υπερκάλυψη των δανειακών τους χαρτοφυλακίων από τις καταθέσεις.
Το πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες εξακολουθεί να εντοπίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο, ο οποίος παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, αντιπροσωπεύοντας το 65% των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών.
Είναι άξιο λόγου ότι το θέμα του DTC ήταν να αντιμετωπιστεί ολοκληρωτικά το 2060 και τώρα οι τράπεζες πραγματοποιούν έναν αγώνα δρόμου να φέρουν μια εικοσαετία νωρίτερα την αντιμετώπισή του, μέχρι το 2040.
Είναι χαρακτηριστικό πως το θέμα θα το διαχειριστεί και η επόμενη γενιά τραπεζιτών μέσα από κύκλους κερδοφορίας που τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να επιτυγχάνουν αδιάκοπα.
Το σύνολο του αναβαλλόμενου φόρου σε απόλυτα μεγέθη είναι 13,5 δισ. ευρώ για τις 4 συστημικές τράπεζες, εκ των οποίων τα 2,7 δισ. αφορούν την Alpha Bank, τα 3,9 δισ. την Εθνική, τα 3,5 δισ. την Πειραιώς και τα 3,4 δισ. ευρώ τη Eurobank.
Τα αποτελέσματα των τραπεζών
Τα αποτελέσματα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων θα δώσουν τη σαφή εικόνα για όλα τα παραπάνω και θα ανακοινωθούν μέσα στον Μάιο, τα οποία θα αφορούν το α’ τρίμηνο του 2023.
Ήδη ανακοίνωσαν το σχετικό ημερολόγιο η Τράπεζα Πειραιώς (5/5) και η Alpha Bank (8/5). Η τελευταία μάλιστα επιθυμεί να πραγματοποιήσει και το investor day μέσα στον Μάιο.
Οι τράπεζες αναμένεται να ανακοινώσουν αποτελέσματα πριν από τις εκλογές, κυρίως επειδή θα πραγματοποιήσουν και την επικοινωνία με τους ξένους επενδυτές, και δεν επιθυμούν να αναλωθούν σε πολιτικές αναλύσεις.
Τέλος, να σημειωθεί πως η απόφαση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης S&P να μεταβάλει τις προοπτικές δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας στις τράπεζες, οι οποίες εκτιμούν πως δεν θα αργήσει περαιτέρω η επενδυτική βαθμίδα που θα μεταβάλει και το ύψος των ενεργητικών τους.