Όσοι όμως έχουν κάνει και την τρίτη δόση, δεν θα πρέπει να έχουν ιδιαίτερους λόγους ανησυχίας».
Αυτό επισημαίνει σε νέα ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, Ηλίας Μόσιαλος, του Κολλεγίου Imperial και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE).
. Το πρόβλημα της χώρας μας είναι το σχετικά υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων(σε σύγκριση με άλλες χώρες) στις ηλικίες των άνω των 50.
Αναφερόμενος σε μια νέα μελέτη από το Imperial College, αναφέρει πως «επιβεβαίωσε ό,τι ήδη ξέρουμε για την μεγαλύτερη μεταδοτικότητα και την μεγαλύτερη δυνατότητα επαναλοίμωξης της παραλλαγής όμικρον έναντι της παραλλαγής Δέλτα» και ότι «όσον αφορά την κλινική εικόνα όσων κόλλησαν, οι ερευνητές ανακοίνωσαν πως δεν βρέθηκε διαφορά μεταξύ των δυο παραλλαγών».
Ακόμη, προσθέτει ότι «οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν στη συζήτηση των δεδομένων που ανέλυσαν, πως δεν βρέθηκαν ενδείξεις ότι τα κρούσματα της όμικρον είχαν διαφορετική κλινική εικόνα (καλύτερη ή χειρότερη) από την δέλτα, με βάση το ποσοστό των θετικά διαγνωσμένων που είχαν συμπτώματα ή πήγαν στο νοσοκομείο. Eπί του παρόντος δεν έχουν επαρκή δεδομένα για την κλινική εικόνα που προκαλεί η όμικρον σε σχέση με την Δέλτα».
Από την άλλη, επισημαίνει ότι «τα δεδομένα από τη Νότια Αφρική δείχνουν πως υπάρχει αποκλιμάκωση του πανδημικού κύματος σε αυτή τη χώρα», αλλά «και εκεί, δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει καθυστέρηση στην επίσημη καταγραφή των κρουσμάτων, και επομένως όχι πραγματική αποκλιμάκωση. Κάτι που είχε συμβεί πριν από λίγες ημέρες.
Και ενώ η ηγεσία του υπουργείου υγείας της Νότιας Αφρικής εμφανίζεται αισιόδοξη, εγώ θα έλεγα να περιμένουμε λίγες ημέρες ακόμη να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα».
Επισημαίνει ότι «ανάλογα με τις ειδήσεις που δημοσιεύουν τα ΜΜΕ, κάποιος μπορεί να πει πως έχουμε μεγάλο πρόβλημα ή ότι στην ουσία το πρόβλημα είναι παροδικό. Δεν ξέρουμε όμως με ακρίβεια ακόμη. Στην Μεγάλη Βρετανία είναι σαφές ότι έχουμε σημαντική αύξηση των κρουσμάτων. Εχθές πάνω από 93.000 άνθρωποι διαγνώστηκαν θετικοί. Να πούμε εδώ πως δεν είναι σαφές το ποσοστό των κρουσμάτων που εισάγεται στο νοσοκομείο και έχει κολλήσει όμικρον. Και αυτό γιατί γίνεται τεστ αλλά όχι απαραίτητα και ταυτοποίηση της παραλλαγής που φέρει κάθε ασθενής. Είναι όμως πιθανό να υπάρξει μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας στις επόμενες ημέρες. Θα σύστηνα επομένως να μη βιαστούμε να βγάλουμε ακόμη συμπεράσματα».
Σύμφωνα με τον κ.Μόσιαλο, «η μελέτη του Ιmperial επιβεβαίωσε αυτά που ξέρουμε για την μεταδοτικότητα, αλλά στην ουσία τίποτα σαφές για τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Όπως είπα, τα στοιχεία της Ν. Αφρικής είναι ενθαρρυντικά, αλλά ίσως να υπάρχει κάποιο πρόβλημα καθυστέρησης στην καταγραφή, και να ερμηνεύουμε το κύμα της όμικρον εκεί έχοντας δεδομένα καθυστερημένης καταγραφής».
Υπογραμμίζει επίσης ότι «οι επιπτώσεις μιας παραλλαγής μπορεί να έχουν διαφορετικό αντίκτυπο ανά χώρα» και εξηγεί ότι σε μια χώρα όπως η Ν. Αφρική με μικρό ποσοστό ηλικιωμένων και ευάλωτων στον πληθυσμό, αλλά ταυτόχρονα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού με ανοσοπροστασία, είτε γιατί είχαν κολλήσει μια άλλη παραλλαγή του ιού, είτε γιατί πολλοί έχουν εμβολιαστεί, οι επιπτώσεις θα είναι μικρές. Από την άλλη, οι επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες, όταν η ανοσοπροστασία στον πληθυσμό είναι μικρή και έχουμε σχετικά μεγάλο αριθμό ευπαθών πολιτών.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από καλή αλλά όχι πολύ υψηλή εμβολιαστική κάλυψη και ταυτόχρονα από υψηλό ποσοστό πολιτών στην κατηγορία υψηλού κινδύνου. Επίσης υψηλότερο ποσοστό ανεμβολίαστων στις ηλικίες άνω των 50, σε σχέση με άλλες χώρες της Νότιας και Βόρειας Ευρώπης. «Επομένως» κατά τον ίδιο, «ακόμη και εάν η όμικρον είναι πιο ήπια από την δέλτα, οι επιπτώσεις στην Ελλάδα μπορεί να είναι μεγαλύτερες σε σύγκριση με την Δανία ή την Πορτογαλία
Παρά την υπάρχουσα αβεβαιότητα, ο κ.Μόσιαλος αναφέρει ότι «δεν είμαστε στο 2020. Έχουμε εμβόλια που είναι επαρκή και για την Όμικρον. Αντί για πανικό επομένως ας αξιοποιήσουμε την ευκαιρία που έχουμε να αυξήσουμε τις άμυνες μας».
Όσον αφορά το “πότε θα τελειώσει όλο αυτό;”, εκτιμά ότι “θα τελειώσει όταν:
- Θα έχει εμβολιαστεί η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη (αυτό, με τους σημερινούς ρυθμούς εμβολιασμών, δεν φαίνεται να γίνεται εντός του 2022).
- Όταν θα έχουμε επαρκείς ποσότητες φαρμάκων (αυτό αναμένεται προς το τέλος του 2022).