Δραματική συρρύκνωση παρατηρείται στη διαθεσιμότητα προσιτών ενοικίων για οικογενειακές κατοικίες. Όπως προκύπτει από έρευνα του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, στο κέντρο της Αθήνας μόλις το 6,4% των διαθέσιμων προς μίσθωση ακινήτων κατάλληλων για οικογένεια ενοικιάζονται με μίσθωμα έως 600 ευρώ. Η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στον Πειραιά, όπου το ποσοστό πέφτει στο 4,2%. Στα βόρεια και νότια προάστια, η εύρεση κατοικίας με τέτοιο ενοίκιο είναι σχεδόν αδύνατη, με τη διαθεσιμότητα να κυμαίνεται κάτω του 1%.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα κατέχει αρνητικό ρεκόρ στην ΕΕ, με το 31% του πληθυσμού στα αστικά κέντρα να υποφέρει από υπερβολικά έξοδα στέγασης, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 10%. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τους ενοικιαστές, με το ποσοστό να φτάνει το 80%.
Η γεωγραφία της στεγαστικής κρίσης
Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι τιμές των ενοικίων στην Αττική έχουν εκτοξευθεί κατά 50%. Στον Πειραιά, η διαθεσιμότητα οικονομικών κατοικιών έχει καταρρεύσει από 35% το 2022 σε μόλις 4,2% σήμερα.
Στο κέντρο της Αθήνας, η πτώση είναι εξίσου δραματική, από 20% σε 6,37%. Ακόμη και στα δυτικά προάστια, που παραδοσιακά προσέφεραν πιο προσιτές επιλογές, η διαθεσιμότητα δεν ξεπερνά το 15,8%.
Το βάρος στις πλάτες των νοικοκυριών
Σύμφωνα με την Eurostat, το όριο της “υπερβολικής στεγαστικής επιβάρυνσης” ορίζεται στο 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Στην Ελλάδα, τα νοικοκυριά διαθέτουν κατά μέσο όρο το 35,2% του εισοδήματός τους μόνο για στεγαστικά έξοδα, έναντι 19,7% του μέσου όρου της ΕΕ.
Με δεδομένο ότι επτά στους δέκα εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα λαμβάνουν μισθό κάτω από 1.200 ευρώ μικτά, ακόμη και στην περίπτωση που εργάζονται και οι δύο σύζυγοι, τα έξοδα στέγασης μαζί με κοινόχρηστα, πάγιους λογαριασμούς και θέρμανση ξεπερνούν το 50% του οικογενειακού προϋπολογισμού.