Η DBRS τονίζει σε νέα της έκθεση ότι η συνεχιζόμενη πρόοδος στον ελληνικό τραπεζικό τομέα που ενισχύει την ανθεκτικότητά του, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην αλλαγή των προοπτικών από σταθερές σε θετικές για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Ένας πιο ανθεκτικός τραπεζικός τομέας δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να παρέχουν περαιτέρω πιστώσεις στην οικονομία, όπως τονίζει. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και έχουν βελτιώσει την ποιότητα των κεφαλαίων τους, χάρη στην άνοδο της κερδοφορίας και ο οίκος αναμένει ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μια νέα σημαντική ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα από την DBRS, μια εβδομάδα μετά την αναβάθμιση των προοπτικών της χώρας σε θετικές, υπογραμμίζοντας την ισχύ των ελληνικών τραπεζών. Όπως επισημαίνει, η σημαντική μείωση των NPLs από τους ισολογισμούς των τραπεζών και η αποεπένδυση του ΤΧΣ σηματοδοτούν την επιστροφή του εγχώριου χρηματοπιστωτικού τομέα στην κανονικότητα και συνεπώς στη διευκόλυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε αυξημένη πρόσβαση σε πίστωση. Γεγονός που θα στηρίξει την πραγματική οικονομία μέσω επενδύσεων, βελτιώνοντας έτσι τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.
Προβληματίζει η στενή σχέση κράτους – τραπεζών
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση, μέσω του ΤΧΣ, θα συνεχίσει τις προσπάθειες να διαθέσει εναπομείναντα ποσοστά που έχει στον κλάδο, με στόχο τη μείωση των διασυνδέσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα με το κράτος, πάραυτα η σχέση αυτή (κράτους-τραπεζών) παραμένει στενή με αιχμή τα κρατικά ομόλογα που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες στα βιβλία τους, αλλά και των μεγάλων κρατικών εγγυήσεων.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες είναι μια θετική εξέλιξη για τον κλάδο, καθώς οδήγησε σε πιο διαφοροποιημένες ιδιοκτησιακές δομές, προσέλκυσε ξένους επενδυτές και μείωσε τις διασυνδέσεις με το κράτος. Το ΤΧΣ εκχώρησε πλήρως τις μετοχές του σε Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και εν μέρει στην Εθνική Τράπεζα επιστρέφοντας στο δημόσιο περίπου 3 δισ. ευρώ. Πλέον το ΤΧΣ, που είχε μεγάλα μερίδια σε μεγάλες ελληνικές τράπεζες, διατηρεί μερίδιο περίπου 18% στην Εθνική και ποσοστό περίπου 72,5% στην Attica Bank.
Μετά την πρόσφατη συγχώνευση της Attica Bank με την Παγκρήτια, το μερίδιο της κυβέρνησης είναι πιθανό να μειωθεί σε περίπου 35% και πιθανότατα θα βοηθήσει τον δείκτη NPE του τραπεζικού συστήματος να υποχωρήσει περαιτέρω, όπως τονίζει ο οίκος.
Παράλληλα, κάνει νέα αναφορά στο πρόγραμμα “Ηρακλής”, σημειώνοντας πως χάρη κυρίως από τις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, το οποίο έχει επωφεληθεί από την κρατική εγγύηση, ο δείκτης NPL του συνόλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, μειώθηκε στο 7% τον Μάρτιο του 2024 από την κορυφή του 49,2% τον Ιούνιο του 2017, ενώ οι μεμονωμένοι δείκτες NPL των συστημικών τράπεζων προσεγγίζουν αυτούς των τραπεζών της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η DBRS, ο δείκτης NPL των μη συστημικά σημαντικών τραπεζών παραμένει αυξημένος. Καθώς ο δείκτης ΝPL του τραπεζικού τομέα πλησιάζει αυτόν του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ, οι τράπεζες πιθανότατα θα ωφεληθούν από την άποψη του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης, βελτιώνοντας την ικανότητά τους τόσο να παράγουν κέρδη όσο και να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, επισημαίνει ο οίκος.
Η σημαντική μείωση των NPLs από τους ισολογισμούς των τραπεζών και η αποεπένδυση του ΤΧΣ σηματοδοτούν την επιστροφή του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα στην κανονικότητα και αναμένεται να διευκολύνουν την αυξημένη πρόσβαση σε πίστωση για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, τονίζει η DBRS. Αυτό θα στηρίξει την πραγματική οικονομία μέσω επενδύσεων, βελτιώνοντας έτσι τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας, επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Όπως αναφέρει, η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες αυξήθηκε σε 9,7% ετησίως τον Ιούλιο του 2024 σε σύγκριση με 3,1% ετησίως τον Ιούλιο του 2023. Αυτό αποτελεί “κλειδί” υπό το πρίσμα της επιτυχούς κατανομής των κεφαλαίων του RRF, όπως σημειώνει ο οίκος. Μέχρι στιγμής, το τραπεζικό σύστημα έχει διοχετεύσει μόνο 2,2 δισ. ευρώ από 17,7 δισ. ευρώ, αλλά η DBRS αναμένει επιτάχυνση στο μέλλον. Η παροχή πιστώσεων σε ελληνικές εταιρείες θα βοηθήσει την Ελλάδα να μειώσει το επενδυτικό της χάσμα με την Ευρώπη, τονίζει ο οίκος.
Κερδοφορία και μερίσματα
Όπως σημειώνει η DBRS, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες επέστρεψαν στην κερδοφορία και άρχισαν επίσης να διανέμουν μερίσματα, ένα ακόμη σημάδι αποκατάστασης της κανονικότητας για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η ισχυρότερη κερδοφορία επέτρεψε στις τράπεζες να μειώσουν το μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στο κεφάλαιό τους, το οποίο μειώθηκε στο 44% των κεφαλαίων στο τέλος του 2023 και κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2022. Τα DTC αντιπροσωπεύουν κεφάλαιο χαμηλότερης ποιότητας που δεν παρέχει ικανότητα απορρόφησης ζημιών και προσθέτει μια ενδεχόμενη υποχρέωση για την κυβέρνηση. Εάν οι τράπεζες συνεχίσουν να διατηρούν υγιή κερδοφορία, ανάλογα με τη μερισματική πολιτική, τα DTC αναμένεται να μειωθούν σταδιακά. Αυτό θα μείωνε περαιτέρω τις διασυνδέσεις με το κράτος, τονίζει ο οίκος. Ωστόσο, παρά τις βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, εξακολουθούν να υπάρχουν κληρονομικά τρωτά σημεία, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου όγκου εγχώριων κρατικών ομολόγων και κρατικών εγγυήσεων, όπως υπογραμμίζει.