O κίνδυνος μετάδοσης της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank στον ευρύτερο τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ αλλά και παγκοσμίως, βάζει φρένο στις επερχόμενες κινήσεις της Fed αλλά και της ΕΚΤ για τα επιτόκια.
Οι αγορές συνεχίζουν να βλέπουν ένα μπαράζ πωλήσεων τραπεζικών τίτλων, με τον σχετικό υποδείκτη στον πανευρωπαϊκό Stoxx 600 να υποχωρεί την Δευτέρα άνω του 6%, ενώ σημαντικές πιέσεις δέχθηκαν ξανά και οι τράπεζες της Wall Street.
Έτσι, με τις ανησυχίες για τις πιθανές ζημιές των αμερικάνικων – και όχι μόνο – τραπεζών να εστιάζουν στις θέσεις τους στα ομόλογα, καθώς η πλέον επιθετική νομισματική εδώ και πολλές δεκαετίες έχει εκτοξεύσει τις αποδόσεις και μεταφράζεται σε σημαντικές απώλειες για τα χαρτοφυλάκια τίτλων που κατέχουν, οι traders υπαναχωρούν από τα πονταρίσματά τους για επιτόκια.
Τίθεται λοιπόν υπό αμφισβήτησή πλέον η θεωρούμενη “δεδομένη” μέχρι πρότινος αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης της ΕΚΤ την ερχόμενη Πέμπτη, με τα σχετικά futures να δείχνουν πλέον πιθανότητες κάτω του 50% στον απόηχο της κατάρρευσης της SVB.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, πρόκειται για μία σημαντική μετατόπιση πορείας των πονταρισμάτων τη στιγμή που μόλις την περασμένη εβδομάδα η ίδια η πρόεδρος Λαγκάρντ χαρακτήριζε “εξαιρετικά πιθανή” την αύξηση των 50 μ.β. (0,5%).
“Η ΕΚΤ βρίσκεται μπροστά σε ένα ζόρικο πρόβλημα καθώς θα μπορούσε να αναγκαστεί να ακυρώσει την “υποσχεθείσα” αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης αυτής της εβδομάδας”, επισημαίνει ο Στίβεν Μπάροου, της Standard Bank.
Σύμφωνα με τον ίδιο, “αν το κάνει, θα δείξει για ακόμα μία φορά ότι δεν υπάρχει αξία στο να δίνουν ενδείξεις οι κεντρικές τράπεζες για τις μελλοντικές κινήσεις των επιτοκίων, εκτός εάν παραμένουν κολλημένα σε μηδενικό επίπεδο”.
Παρόμοια είναι όμως η κατάσταση και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όπου από το 5,7% που έβλεπε η αγορά την περασμένη Τετάρτη την κορύφωση των επιτοκίων της Fed, πλέον η εκτίμηση έχει υποχωρήσει σε μόλις 4,9% (από το εύρος 4,5% με 4,75% σήμερα).
Επιπλέον, οι traders αναμένουν πλέον σε ποσοστό 60% και μία ισχυρή μείωση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Δεκέμβριο, ενώ προηγουμένως προέβλεπαν ότι το τέλος του 2023 θα βρει τα επιτόκια των ΗΠΑ στο 5,5%.
Για τη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας της Fed δε, τα σχετικά futures δείχνουν πιθανότητα μόλις 50% να προχωρήσει η ομοσπονδιακή τράπεζα αύξηση 25 μονάδων βάσης (0,25%) ενώ την προηγούμενη εβδομάδα οι πιθανότητές ευνοούσαν μία αύξηση 50 μ.β. (0,5%).
Στις ΗΠΑ πάντως σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξει και η νέα έκθεση για τον πληθωρισμό που δημοσιεύεται σήμερα, Τρίτη, με τον Μάρκ Ντόουντινγκ της BlueBay Asset Management να εκτιμά ότι η Fed θα προχωρήσει τελικά σε αύξηση 25 μ.β.
“Έχουμε αύριο τα σημαντικά δεδομένα του δείκτη τιμών καταναλωτή και εάν δεν συνεχιστούν πραγματικά μεγάλες αναταράξεις στην αγορά, τότε η Fed θα κάνει 25 μ.β. Αν όμως οι αυξήσεις των επιτοκίων αρχίζουν να δαγκώνουν, τότε πρέπει να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή”, ανέφερε.
Από την πλευρά του ο επικεφαλής μακροοικονομικής στρατηγικής στην Academy Securities Πίτερ Τσιρ θεωρεί ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε περαιτέρω σύσφιξη.
“Η αύξηση της Fed πρέπει να βρίσκεται εκτός τραπεζιού προς το παρόν. Αύξαναν τα επιτόκια μέχρι κάτι να σπάει. Και μαντέψτε τι, τελικά κάτι έσπασε”, δήλωσε χαρακτηριστικά στην τηλεόραση του Bloomberg.
“Δεν θα προκαλούσε έκπληξη να δούμε να σταματά το QT, ίσως και κάποια ενέργεια για να στηριχθεί η αγορά. Νομίζω ότι έχουμε επιστρέψει σε κατάσταση κρίσης και να θυμάστε, για μένα τα bank runs είναι πολύ πολύ πολύ πιο σημαντικά από τον πληθωρισμό, οπότε αυτό είναι που πρέπει να προλάβουν τώρα”, προσέθεσε ο ίδιος.
Στο ίδιο πλαίσιο και η Goldman Sachs “βλέπει” προσωρινή παύση στις αυξήσεις επιτοκίων της Fed.
“Υπό το πρίσμα των πιέσεων στο τραπεζικό σύστημα, δεν αναμένουμε πλέον από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίασή της στις 22 Μαρτίου”, έγραψε ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Jan Hatzius σε σημείωμά του την Κυριακή.
Σημειώνεται ότι η Goldman Sachs ανέμενε μέχρι πρόσφατα ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα θα προχωρούσε σε μία ακόμη αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης.