Το γαλλικό κόμμα των Ρεπουμπλικανών επέλεξε για πρώτη φορά στην ιστορία του μια γυναίκα για διεκδικήτρια της προεδρίας της χώρας. Ο λόγος για την 54χρονη Βαλερί Πεκρές, που στις εσωκομματικές εκλογές για την αρχηγία της παράταξης επικράτησε με ποσοστό κοντά στο 61% έναντι του ανθυποψηφίου της Ερίκ Σιοτί, που απέσπασε το 39,05% των ψήφων.
Η πρώην υπουργός Ανωτάτης Παιδείας και Έρευνας στην κυβέρνηση Σαρκοζί έχει δηλώσει για τον εαυτό της πως είναι “κατά το ένα τρίτο Θάτσερ και κατά τα δύο τρίτα Μέρκελ“. Η στρατηγική της αναμένεται να επικεντρωθεί στη σημαντική μερίδα μετριοπαθών κεντροδεξιών ψηφοφόρων που στηρίζουν τον Εμανουέλ Μακρόν. Στην πορεία προς τις κάλπες όμως σίγουρα θα χρειαστεί να πείσει και το πιο “σκληρά” δεξιόστροφο κοινό, στο οποίο στοχεύουν τόσο ο Ερίκ Ζεμούρ όσο και η Μαρίν Λεπέν. Δημοσκοπικά τα ποσοστά της Πεκρές κυμαίνονται μεν μόλις στο 11%, ωστόσο εκτιμάται πως, αν αφουγκραστεί το εκλογικό σώμα που κατατοπίζεται στην ευρύτερη δεξιά, τότε μπορεί να καλύψει το χαμένο έδαφος και να ανταγωνιστεί ευθέως τον Μακρόν.
Η Πεκρές έχει τοποθετηθεί υπέρ μιας περισσότερο περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής από αυτήν που ακολουθείται από τη Γαλλία στην παρούσα φάση. Επιδιώκει σε αυτό το πλαίσιο να μειώσει τις άδειες διαμονής στο μισό για μετανάστες που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιβάλει αυστηρότερες δικαστικές ποινές στα λεγόμενα “σκληρά προάστια” του Παρισιού, καθώς και να απαγορεύσει τη μουσουλμανική μαντίλα σε γυναίκες που συνοδεύουν τα παιδιά τους σε σχολικές εκδρομές. Η ίδια έχει δηλώσει σχετικά: “Νιώθω τον θυμό των ανθρώπων που νιώθουν ανίσχυροι μπροστά στη βία και την άνοδο του ισλαμικού αυτονομισμού, που νιώθουν πως οι αξίες τους και ο τρόπος ζωής τους απειλούνται από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση”.
Στα οικονομικά θέματα, η Πεκρές έχει αυτοπροσδιοριστεί ως φιλελεύθερη. Το πρόγραμμά της σε αυτόν τον τομέα κινείται πάνω σε τέσσερις βασικές μεταρρυθμίσεις: την περικοπή 150.000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο, την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 65 έτη, την περιστολή των επιδομάτων ανεργίας και την απόσυρση του δημοσίου από εταιρείες στις οποίες κατέχει μειοψηφικό ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου.