Νέα δεδομένα διαμορφώνονται για τις προθεσμιακές καταθέσεις μετά από μια μεγάλη περίοδο “ανομβρίας”, όπου οι τράπεζες προσέφεραν μηδενικά επιτόκια ακόμη και στους καταθέτες με “γερά” χαρτοφυλάκια.
Το περιβάλλον πλέον είναι διαφορετικό και η περίοδος που διανύουμε, θεωρείται “καλή” για αποφάσεις που εξασφαλίζουν μεγαλύτερες αποδόσεις στις αποταμιεύσεις του. Οι αποδόσεις που προσφέρουν σήμερα οι προθεσμιακές καταθέσεις διαμορφώνονται μεταξύ 1%-2% ανάλογα με τη διάρκεια και το ποσό, έχουν ενσωματώσει την άνοδο των επιτοκίων και άρα δεν αναμένονται επιθετικότερες κινήσεις το προσεχές διάστημα.
Ο χρόνος σύμφωνα με την “Καθημερινή” για την πορεία των επιτοκίων αρχίζει να μετράει αντίστροφα, καθώς η αναταραχή στις αγορές το προηγούμενο διάστημα και κυρίως η τάση αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού δικαιολογούν αυτοσυγκράτηση από τις Κεντρικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τις επόμενες κινήσεις τους, προεξοφλώντας μικρές αυξήσεις τους προσεχείς μήνες και σταθεροποίηση των επιτοκίων στο επίπεδο του 3,55% στα τέλη του χρόνου. Ηδη το euribor 12μήνου, που αποτυπώνει την πρόβλεψη για τους επόμενους δώδεκα μήνες, βρίσκεται σε καθοδική τροχιά από τις αρχές Μαρτίου, τάση που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υποδηλώνει και το τέλος της ανόδου των επιτοκίων.
Οι στρατηγικές των συστημικών Τραπεζών
Τα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις μετά τις αυξήσεις στις οποίες προχώρησαν οι συστημικές τράπεζες το τελευταίο δίμηνο, κλιμακώνονται ανά τρίμηνο ή ανάλογα με το ποσό και η πολιτική κάθε τράπεζας είναι διαφορετική. Η Εθνική προκρίνει κυρίως τη μεγιστοποίηση της απόδοσης με βάση το ποσό, ξεκινώντας ωστόσο και από μικρά ποσά της τάξης των 3.000 ή 10.000 ευρώ. Άλλες τράπεζες, όπως η Eurobank, που επίσης ξεκινάει με χαμηλά ποσά, όπως τα 10.000 ευρώ, προκρίνουν παράλληλα τη μεγιστοποίηση της απόδοσης ανά τρίμηνο. Η Alpha Bank μεγιστοποιεί την απόδοση για καταθέσεις άνω των 30.000 ευρώ, μέσα από τον συνδυασμό και του ποσού και της διάρκειας προσφέροντας υψηλότερες αποδόσεις για ποσά άνω των 100.000 ευρώ. Ανάλογη στρατηγική, ακολουθεί και η Τράπεζα Πειραιώς, που μεγιστοποιεί την απόδοση ανά τρίμηνο και για ανάλογα ποσά.
Οι αποδόσεις
Με βάση τα τιμολόγια των τραπεζών οι αποδόσεις για ποσά έως 100.000 ευρώ, που αποτελούν μια μέση αποταμίευση, κυμαίνονται μεσοσταθμικά μεταξύ 1,30%-1,50% και πάντα με την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης θα διατηρήσει τα χρήματά του σε κλειστό λογαριασμό και δεν θα τα «σηκώσει» πριν από το τέλος της προγραμματισμένης περιόδου, που μπορεί να είναι οι 12, 15, 18 ή 24 μήνες.
Για την επιλογή της καλύτερης προθεσμιακής, ο καταθέτης θα πρέπει να εστιάσει στη μεσοσταθμική απόδοση, καθώς είναι αυτή που αποτυπώνει το τελικό όφελος για τα χρήματά του. Αυτό γιατί τα ονομαστικά επιτόκια που αναφέρουν στα τιμολόγιά τους οι τράπεζες για κάθε τρίμηνο αναφέρονται σε ετησιοποιημένη βάση.
Εάν μια κατάθεση αναφέρει επιτόκιο 1% στο δ΄ τρίμηνο αυτό σημαίνει ότι η πραγματική απόδοση είναι 0,25% το συγκεκριμένο τρίμηνο, δηλαδή 1/4 τρίμηνα κ.ο.κ. Βασικό χαρακτηριστικό των προθεσμιακών καταθέσεων που προσφέρουν οι τράπεζες είναι η ευελιξία, δηλαδή η δυνατότητα να πάρεις τα χρήματά σου πριν από την προγραμματισμένη λήξη, χωρίς πέναλτι όπως ίσχυε στο παρελθόν.
Το χαρακτηριστικό αυτό ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα και είναι και ο λόγος για τον οποίο κατά τα πρώτα τρίμηνα οι αποδόσεις είναι χαμηλές. Οι τράπεζες επιδιώκουν έτσι να αποτρέψουν το φαινόμενο της αναζήτησης υψηλότερων επιτοκίων από τράπεζα σε τράπεζα και ανά μικρά χρονικά διαστήματα, μια τάση που κυριάρχησε στο παρελθόν και ειδικά σε περιόδους περιορισμένης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, λόγω των μεγάλων εκροών που υπήρχαν τα χρόνια της κρίσης.
Σήμερα με το επίπεδο των καταθέσεων να διαμορφώνεται κοντά στα 183 δισ. ευρώ –τα 140 δισ. ευρώ είναι καταθέσεις νοικοκυριών– η ανάγκη προσέλκυσης καταθέσεων αν και δεν υποτιμάται από τις τράπεζες, δεν ευνοεί τον εσωτερικό ανταγωνισμό με υψηλά επιτόκια για βραχυπρόθεσμες διάρκειες, τριών ή έξι μηνών. Αντίθετα, προτεραιότητα αποτελεί η συγκράτηση της καταθετικής βάσης και των πελατών που έχει κάθε τράπεζα με λογικό όμως κόστος.