Έκδηλη είχε γίνει η πρόθεση του Γιώργου Παπανδρέου, σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ που λήγει απόψε, να αποφύγει πάση θυσία οτιδήποτε που θα μπορούσε να τσαλακώσει την εικόνα του. Μια σειρά από ενέργειες, με αποκορύφωμα την άρνησή του να παραστεί στο ντιμπέιτ της ΕΡΤ προ ολίγων ημερών, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
Σε όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ο πρώην πρωθυπουργός δεν παρουσιάστηκε σε περιβάλλον που δεν ήταν αυστηρά ελεγχόμενο. Από τον πρόσφατο, χωρίς ίχνος “επικινδυνότητας”, διάλογο με νέους στο κέντρο της Αθήνας, μέχρι τα εντελώς βολικά για τον ίδιο τετ α τετ με φιλικούς προς τον ίδιο δημοσιογράφους, ο Παπανδρέου δίνει την εντύπωση ενός πολιτικού που ζει σε μια “φούσκα”.
Ο βασικός λόγος των συγκεκριμένων στρατηγικών επιλογών εκ μέρους του είναι ένας: να μη γίνει λόγος για τον αρνητικό απολογισμό της διετούς διακυβέρνησής του (2009-2011). Η υπαγωγή της Ελλάδας στα μνημόνια και στο ΔΝΤ και η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε είναι δεδομένα που ο Παπανδρέου θα επιθυμούσε να ξεχαστούν από τους ψηφοφόρους στον δρόμο για την κάλπη.
Η τακτική που ακολουθείται από τον ίδιο έχει στόχο να τον παρουσιάσει ως έναν πολιτικό που αδικήθηκε από τους ψηφοφόρους αλλά ουσιαστικά δικαιώθηκε δεδομένων των προσχωρήσεων των πρωθυπουργών που τον διαδέχτηκαν σε μνημονιακές πολιτικές. Ταυτόχρονα προσπαθεί να προβάλλει τα θετικά επικοινωνιακά του γνωρίσματα, όπως τη χαρακτηριστική του μετριοπάθεια και την προσγειωμένη ματιά του. Και παρότι υπάρχουν οι προαναφερθείσες “σκιές” του παρελθόντος, είναι αλήθεια πως το image του πρώην πρωθυπουργού εκπέμπει κύματα συμπάθειας σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι του εκλογικού σώματος.
Το αν θα πετύχει αυτός ο σχεδιασμός από την πλευρά του εναπόκειται ξεκάθαρα στη βούληση όσων προσέλθουν για να εκλέξουν τον νέο αρχηγό του ΚΙΝΑΛ. Γεγονός είναι πάντως πως, όσο και αν προσπαθεί ο Παπανδρέου να στρέψει τα φώτα μακριά από το πρωθυπουργικό παρελθόν του, οι μνήμες από την περίοδο αυτή είναι ακόμη πολύ νωπές. Και ο κόσμος της κεντροαριστεράς σε αυτήν την πολύ κρίσιμη συγκυρία επιθυμεί στην ηγεσία του ένα πρόσωπο που θα μεγαλώσει την παράταξη, όχι ένα που αποδεδειγμένα τη συρρίκνωσε.
Το ότι ο πρώην πρωθυπουργός δεν είναι απαραίτητα δημοφιλής στα μάτια του εκλογικού σώματος είναι κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και από τα δημοσκοπικά ευρήματα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των μετρήσεων που έχουν διεξαχθεί για την κούρσα ανάμεσα στους υποψήφιους, οι δύο επίδοξοι αρχηγοί που φαίνεται να προκρίνονται στον δεύτερο γύρο της αναμέτρησης είναι ο Ανδρέας Λοβέρδος και ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, παρά τον ισχυρό μηχανισμό από πίσω του που τον προωθεί, παραμένει σταθερά τρίτος σε πλειάδα σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης (Pulse, MRB, Marc). Το δε κρίσιμο ποιοτικό στοιχείο είναι το ποσοστό που αποσπά ο πρώην πρωθυπουργός σε αρνητικές γνώμες, που ξεπερνά συχνά αυτό των αντίστοιχων θετικών (45,7% σύμφωνα με τη Marc, 51,8% σύμφωνα με την GPO, 79% σύμφωνα με την Prorata).
Εξίσου καθοριστικό είναι το ότι, σε περίπτωση που ο Παπανδρέου περάσει στον δεύτερο γύρο, σύμφωνα με τα ευρήματα φαίνεται να χάνει τόσο από τον Λοβέρδο όσο και από τον Ανδρουλάκη. Αρκεί κάποιος να δει ενδεικτικά τις έρευνες της Opinion Poll και της Pulse, με την πρώτη ειδικά να υπολογίζει τη διαφορά ανάμεσα σε Ανδρουλάκη και Παπανδρέου σε αυτήν την περίπτωση γύρω στο 28% (58,8% ο πρώτος, 30,2% ο δεύτερος).
Το ευρύτερο εκλογικό σώμα θα δώσει όπως και να έχει την απάντησή του στις 5 Δεκεμβρίου. Και είτε ο Γιώργος Παπανδρέου περάσει είτε δεν περάσει στον επόμενο γύρο, η αυριανή μέρα για την κεντροαριστερά προβλέπεται ιδιαίτερα κρίσιμη.
Πάρις Μνηματίδης