Κρίσιμες συναντήσεις ελέγχου θα έχουν αυτή την εβδομάδα οι τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) με την Ευρώπη.
Κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα βρεθούν στην Αθήνα σε μία ευνοϊκή συγκυρία για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Παρά, όμως, τις καλές συνθήκες που επικρατούν, οι τράπεζες, οφείλουν να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα σχετικά με την κερδοφορία, τα κόκκινα δάνεια, τους αναβαλλόμενους φόρους, την αποεπένδυση και το ιδιωτικό χρέος.
Τα 5 ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουν οι τράπεζες:
- Κερδοφορία: Το βασικό ερώτημα είναι πως θα καταφέρουν οι τράπεζες να διατηρήσουν την κερδοφορία τους, σε ένα περιβάλλον αυξημένης οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας.
Η ίδια ερώτηση θα απευθυνθεί και από τους θεσμούς, οι οποίοι, αν και αναγνωρίζουν τις εξαιρετικές επιδόσεις των προηγούμενων τριμήνων, θεωρούν πως τα περιθώρια κέρδους θα μπορούσαν να ενισχυθούν μέσω της μείωσης των κινδύνων που θα επέφερε περιορισμό του κόστους χρηματοδότησης.
«Στο μεταξύ, οι τράπεζες μπορεί να χρειαστεί να προβούν σε πρόσθετες προβλέψεις για τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις που έχουν κολλήσει σε δικαστικές διαδικασίες και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, κάτι που θα επιβάρυνε, επίσης, την κερδοφορία τους» τονιζόταν στη σχετική έκθεση της Κομισιόν, στο πλαίσιο τη μεταμνημονιακής εποπτείας.
2. «Κόκκινα» δάνεια: Μπορεί η εικόνα που εμφανίζουν σήμερα οι εγχώριες τράπεζες, όσον αφορά στο προβληματικό τους χαρτοφυλάκιο, να μην θυμίζει σε τίποτα παλιές εποχές, η απόσταση που πρέπει να διανύσουν, όμως, ώστε να «πιάσουν» τον ευρωπαϊκό δείκτη NPL, εξακολουθεί να είναι μεγάλη.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα ο SSM, η Ελλάδα είχε το β’ τρίμηνο του 2024 δείκτη NPL 3,42%, με τη δεύτερη στη λίστα Ισπανία να κυμαίνεται σημαντικά χαμηλότερα, στο 2,79% και το μέσο όρο της Ευρώπης να διαμορφώνεται στο 1,92%.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τον επίμονο πληθωρισμό (σ.σ. στο 3% τον περασμένο μήνα έναντι 3,25 τον Αύγουστο) και τα ακόμη υψηλά επιτόκια θεωρούνται επικίνδυνα για τους θεσμούς.
Στην τελευταία έκθεση υπογράμμιζαν πως «ο πληθωρισμός διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσω του αυξημένου λειτουργικού κόστους. Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, τόσο των ιδιωτών, όσο και των επιχειρήσεων. Αυτές οι προκλήσεις επιβαρύνουν ιδιαίτερα αυτούς με δάνεια που φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι έχουν δει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους να αυξάνονται σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια».
Οι θεσμοί αναγνωρίζουν πως το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της υψηλότερης απασχόλησης και των μισθών λειτουργεί υποστηρικτικά, ενώ σημαντική βοήθεια θα δώσει και η αύξηση των εγγυήσεων του «Ηρακλή 3», όταν και εφόσον ευοδωθούν οι συζητήσεις με την DG Comp.
3. Αναβαλλόμενος φόρος: Ψηλά στην ατζέντα των θεσμών θα βρεθεί και ο αναβαλλόμενος φόρος.
Στην έκθεση του περασμένου Ιουνίου είχε γίνει σύσταση προς τις τράπεζες στις διανομές μερισμάτων να «μετρηθεί» αναλόγως και η ανάγκη μείωσης των επιπέδων του DTC που ανέρχεται μεταξύ 44% και 76%.
«Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντικά αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ στα σχέδιά τους είναι και η περαιτέρω συρρίκνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογίας, γεγονός, όμως, που είναι σε πλήρη συνάρτηση με τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας τους», αναφερόταν.
Όπως αποκαλύπτουν αναφορές διεθνών επενδυτικών τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες συζητούν με τον SSM την αύξηση της ετήσιας απόσβεσης του DTC από 160 εκατ. ευρώ έως 200 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα σε 300 εκατ. ευρώ έως 350 εκατ. ευρώ.
4. Ιδιωτικό χρέος και servicers: Ως δύσκολο και επίπονο χαρακτήριζε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσφατη έκθεσή της το έργο της επίλυσης του μη εξυπηρετούμενου χρέους που έχει περάσει εκτός τραπεζών και υπό τη διαχείριση των servicers.
Το ζήτημα αυτό θα απασχολήσει και τώρα τους θεσμούς, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, η συνολική αξία των επίμαχων δανείων διαμορφώθηκε στο τέλος του β’ τριμήνου του 2024 σε περίπου 70 δισ. ευρώ και τα business plans των τιτλοποιήσεων εμφανίζουν υστέρηση της τάξεως του 20% – 25% κατά μέσο όρο έναντι των αρχικών στόχων.
Αυτό οφείλεται στις καθυστερήσεις των δικαστικών διαδικασιών, στους υψηλής αναλογίας ανεπιτυχείς πλειστηριασμούς και στην έλλειψη ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά για τα «κόκκινα» δάνεια.
5. Αποεπένδυση: Μπορεί το ΤΧΣ, λίγο πριν περάσει και επισήμως στο Υπερταμείο, να αποεπένδυσε από τις συστημικές τράπεζες, και να ολοκλήρωσε πέντε συναλλαγές μέσα σε περίπου ένα χρόνο που έφεραν στα δημόσια ταμεία 3,5 δισ. ευρώ, το κράτος εξακολουθεί να διατηρεί παρουσία σε δύο τράπεζες: την Εθνική Τράπεζα, μετά την απόφαση να μην διαθέσει το 8,39% και στην Attica Bank.
Τα σχέδια για τις επίμαχες συμμετοχές αναμένεται να βρεθούν επί τάπητος στις επαφές που θα έχουν οι θεσμοί, τόσο με το Ταμείο, όσο και με την κυβέρνηση.
«Αδιαμφισβήτητη η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών παρά τις προκλήσεις»
Οι τράπεζες, έχουν ήδη πετύχει την επιστροφή τους σε καθεστώς μερισματικής πολιτικής και επενδυτικής βαθμίδας, μετά και την πλήρη αποεπένδυση του Δημοσίου.
Μπορούν, πλέον, να ισχυριστούν ότι έχουν αφήσει οριστικά πίσω τους την αστάθεια και την αβεβαιότητα της προηγούμενης 10ετίας.
«Η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται και προκλήσεις, τις οποίες, άλλωστε, έχει ήδη αναδείξει η Κομισιόν στην πρόσφατη έκθεσή της» σχολιάζουν αρμόδιες πηγές.