Είκοσι τρία χρόνια και τρία μνημόνια χρειάστηκε να πληρώσει η χώρα, για να φτάσει εν έτη 2024 να διαθέτει το κατά κεφαλήν εισόδημα (ΑΕΠ) αντίστοιχο με εκείνο του 2001.
Η χώρα βρέθηκε το 2009 με ένα δυσθεώρητο έλλειμμα της τάξης του 15% και χωρίς τη δυνατότητα φθηνού δανεισμού, αφού οι αγορές διέβλεπαν ένα στρεβλό οικονομικό μοντέλο το οποίο στηριζόταν στην κατανάλωση και τις παροχές μέσω των δυνατοτήτων που παρείχε το τραπεζικό σύστημα σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα.
Αυτό ήταν το οικονομικό κληροδότημα της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή προς τον Γιώργο Παπανδρέου. Η εξέλιξη γνωστή.
Ο κ. Παπανδρέου αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός παρά την ενημέρωση που του παρείχε ο τότε Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπολος αλλά και την αντίστοιχη από τον τότε πρωθυπουργό κ. Καραμανλή επέλεξε να πολιτευτεί με την αλήστου μνήμης φράση «λεφτά υπάρχουν».
Αυτή η φράση ακολούθησε τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης του όπου έδωσε πολλά σε πολλούς με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί στο «κενό» και οι αγορές να κλείσουν τη στρόφιγγα του δανεισμού. Η εξέλιξη ήταν νομοτελειακή με την υπαγωγή της Ελλάδας σε μνημόνιο δημοσιονομικής προσαρμογής, με τις τραγικές για όλους συνέπειες. Στυλοβάτες στο παραπάνω έργο οι κ.κ Αλογοσκούφης και Παπακωνσταντίνου.
Το 2015 μια ακόμα πολιτική δύναμη υποσχόταν το τέλος των μνημονίων με ένα νόμο και ένα άρθρο. Το κλείσιμο των τραπεζών είναι ένα μελανό σημείο της ελληνικής οικονομικής ιστορίας που φέρει την υπογραφή των Τσίπρα- Καμμένου- Βαρουφάκη.
Χρειάστηκε λοιπόν να περάσουν 23 ολόκληρα χρόνια για να γυρίσουμε στα επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2001 σύμφωνα με ανάλυση της HellasFin Investment Services.
Η ελληνική οικονομία δεν έχει διαγράψει τους κινδύνους και η σταθερότητα της μπορεί να επηρεαστεί από μικρά ή ακόμα μεγαλύτερα ζητήματα. Σύμφωνα με την ανάλυση της HellasFin Investment Services, σε σχέση δε με το υψηλό των 252 δισ. ευρώ του Μαρτίου του 2008, το συνολικό εθνικό προϊόν υπολείπεται κατά 22%.
Παραμένουν οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία
Παρά τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με την Ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες του πληθωρισμού στο υπόλοιπο του 2024, ενώ ανησυχίες εγείρονται από το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής της κατανάλωσης στην τελική διαμόρφωση του ΑΕΠ (ιδιωτική 70,1% και δημόσια 19,3%).
Σχετικά με τις πάγιες επενδύσεις, όπως αναφέρεται στην οικονομική ανάλυση, η συνεισφορά τους στο ελληνικό εθνικό προϊόν, με την συμπερίληψη των ενισχύσεων στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ανάγεται στο 14,4%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 21%.
Όπως εκτιμούν οι αναλυτές της εταιρείας, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί εγχωρίως να παράγει προϊόντα και να παρέχει υπηρεσίες προκειμένου να υποκαταστήσει τις αντίστοιχες εισαγωγές της. Η ενεργή συμμετοχή της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παραγωγής και εμπορίας καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, πεδίο στο οποίο ακόμη υστερεί.
Η συμβολή του Τουρισμού στο ΑΕΠ δεν επαρκεί
Η δυναμική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας, η τουριστική βιομηχανία, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές μοντέλο διατηρήσιμης ανάπτυξης των επόμενων δεκαετιών.
Στην οικονομική ανάλυση επισημαίνεται επίσης ότι συνεχίστηκε η μεγέθυνση του ΑΕΠ της Ελλάδος στην διάρκεια του δεύτερο τριμήνου του 2024. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το εθνικό προϊόν της χώρας είναι κατά 2,32% υψηλότερο του 2023 και κατά 1,08% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Η ιδιωτική κατανάλωση η οποία αποτελεί το 70,1% του συνολικού ΑΕΠ, μεγεθύνθηκε σε ετήσια βάση κατά 2% και σε τριμηνιαία 0,6%. Η δημόσια δαπάνη με συνεισφορά 19,3% στο ΑΕΠ, μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 3,6%.