Ο μύκητας Candida auris εξαπλώνεται ραγδαία στις ΗΠΑ. Σκοτώνει έως και το 60% των ανθρώπων που μολύνει.
Η Candida auris (C. auris) καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 2009, ενώ οι πρώτες γνωστές λοιμώξεις στις ΗΠΑ χρονολογούνται από το 2013. Τα κρούσματα αυξήθηκαν μέχρι το τέλος του 2021, σύμφωνα με έγγραφο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Τα CDC ανέφεραν ότι πέρυσι δηλώθηκαν 2.377 κλινικές διαγνώσεις και 5.754 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν μέσω προσυμπτωματικού ελέγχου.
O Αρτούρο Κασαντεβάλ, μικροβιολόγος και ανοσολόγος στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Johns Hopkins, ο οποίος μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι μύκητες προκαλούν ασθένειες, ισχυρίστηκε ότι « τα σημάδια συνεχούς εξάπλωσης του μύκητα είναι “προάγγελος ενός τρομακτικού μέλλοντος.»
Στα τέλη του περασμένου έτους, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε τον πρώτο του « κατάλογο μυκητισιακών παθογόνων προτεραιότητας», συμπεριλαμβανομένου του Candida auris.
« Τα μυκητισιακά παθογόνα αποτελούν μείζονα απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στη θεραπεία με τέσσερις κατηγορίες αντιμυκητιασικών φαρμάκων που είναι σήμερα διαθέσιμες», τονίζει μεταξύ άλλων ο ΠΟΥ.
Τι ανησυχεί τους ειδικούς όμως;
Οι υγιείς άνθρωποι δεν κινδυνεύουν από τον μύκητα Candida auris, αλλά όσοι έχουν αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα ή χρησιμοποιούν ιατρικές συσκευές, όπως αναπνευστήρες ή καθετήρες, μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά ή να πεθάνουν.
Η πλειονότητα των κρουσμάτων που εξετάστηκαν είχαν ανοσία στην αντιμυκητιασική θεραπεία.
Για τον λόγο αυτόν, το CDC έχει χαρακτηρίσει το ξέσπασμα ως «επείγουσα απειλή μικροβιακής αντοχής», καθώς πολλοί ασθενείς βρίσκονται σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας.
Μπορεί να εξαπλωθεί από την «επαφή με προσβεβλημένους ασθενείς και μολυσμένες επιφάνειες ή εξοπλισμό», δήλωσε το CDC.
Το ποσοστό θνητότητας από τον μύκητα τοποθετείται στο 30-60%, αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής ρόλος που διαδραμάτισε ο Candida auris σε ευάλωτους ασθενείς που έχασαν τη ζωή τους, δήλωσε η επιδημιολόγος του CDC Δρ. Μέγκαν Λίμαν.