Το τελευταίο διάστημα παρακολουθοπύμε τις δηλώσεις σημαντικών στελεχών του Σύριζα πάνω σε θέματα που αφορούν την οικονομία, και αναζητούμε εναγωνίως κάποια ελαφρυντικά, ώστε να μην λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν τις πραγματικές τορπίλες που εκτόξευαν άκριτα, δίχως να αναλογίζονται τις επιπτώσεις από τα λεγόμενα τους, για τον τόπο.
Για τον Γιάννη Δραγασάκη και τις θέσεις του για την κρατικοποίηση των τραπεζών, είχαμε βρει σαν ελαφρυντικό, το πάγιο υπερδεκαετές όραμα του για τη δημιουργία ενός κρατικού τραπεζικού συστήματος ή στη χειρότερη των περιπτώσεων για τη δημιουργία ενός παράλληλου τραπεζικού συστήματος.
Για την Θεοδώρα Τζάκρη και τις θέσεις της για το πλαφόν κερδοφορίας της τάξης του 5% στις τράπεζες και στις ενεργειακές εταιρείες, για το σπάσιμο των καρτέλ και των μονοπωλίων μέσω κρατικών παρεμβάσεων και για τη μείωση των κεντρικών επιτοκίων που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είχαμε βρει σαν ελαφρυντικό την ανάγκη ανάδειξης των θεμάτων αυτών, σαν τροφή προς το αδηφάγο «αντικαπιταλιστικό» πνεύμα σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος.
Με χιούμορ είχαμε αντιμετωπίσει και τις δηλώσεις άλλων προβεβλημένων στελεχών του Σύριζα, όπως είναι η Έφη Αχτσιόγλου, ο Νίκος Φίλης και ο Πάνος Σκουρολιάκος που το ίδιο βράδυ, μέσα σε ενενήντα λεπτά, σε τρεις διαφορετικές τηλεοπτικές εκπομπές, είχαν προτείνει τρία διαφορετικά επίπεδα ορίων για το αφορολόγητο εισόδημα. Διότι, δεν υπήρχε λογική, πίσω από αυτές τις αντικρουόμενες δηλώσεις.
Όταν όμως κάνει δηλώσεις περί της Οικονομίας ο καθηγητής και πρώην υπουργός της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου, Γιώργος Σταθάκης που η αγορά θεωρεί ότι είναι σοβαρός, μετριοπαθής και ρεαλιστής, δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για γραφικότητα, αλλά ούτε και για λαϊκίστικη προσέγγιση. Επομένως, ο διπλασιασμός ή και τριπλασιασμός της φορολογίας των μερισμάτων, που πρότεινε για μερίσματα άνω των 50.000 ευρώ, δεν είναι κάποιο προεκλογικό πυροτέχνημα προς αλίευση ψήφων, αλλά μια δέσμευση του ισχυρού αντιεπενδυτικού πυρήνα του Σύριζα. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, η αύξηση της φορολογίας στα μερίσματα, αποτελεί μια από τις βασικές προτάσεις του οικονομικού προγράμματος του κόμματος του.
Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι δηλώσεις του σχετικά με τον κρατικό τραπεζικό πυλώνα που αποτελεί το Ιερό Δισκοπότηρο των ηγετικών στελεχών του κόμματος της αντιπολίτευσης. Πέραν του γεγονότος ότι παραμένει αδιευκρίνιστο το μέλλον μιας τέτοιας τράπεζας που θα ακολουθεί «χαλαρές» πολιτικές χρηματοδότησης και θα τηρεί ελαστικά κριτήρια δανεισμού, εντύπωση κάνει η πρόταση Σταθάκη για την απόκτηση του ελέγχου της Εθνικής Τράπεζας από την κυβέρνηση του Σύριζα.
Με λίγα λόγια ο Γιώργος Σταθάκης προτείνει την μετατροπή της Εθνικής Τράπεζας, από μια ιδιωτική τράπεζα που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια -και στην οποία συμμετέχει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά 40,39%- σε μια κρατική τράπεζα, όπως ήταν η αλήστου μνήμης αμαρτωλή Αγροτική Τράπεζα. Για να προσφέρει δάνεια σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, που το οικονομικό προφίλ τους, δεν τους το επιτρέπει. Κολλητούς, με κομματικές εξυπηρετήσεις.
Τι είπε ακριβώς για την Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ); Ανέφερε επί λέξει: «Η θέση μας για τις τράπεζες είναι πολύ απλή. Πρέπει να γίνουμε κανονικοί μέτοχοι. Και όχι μέτοχοι μειωμένων δικαιωμάτων. Αυτό έχει τελειώσει. Άρα οι μετοχές αυτές θα αποκτήσουν τα πλήρη δικαιώματα, όπως και των ιδιωτών μετόχων και θα έχουν το λόγο που τους αναλογεί ως μέτοχοι». Και συμπλήρωσε πως μια κυβέρνηση Σύριζα θα ήθελε έναν κρατικό πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα και «αν τον έχουμε έτοιμο νομίζω ότι δε θα τον κλωτσήσουμε, θα το κρατήσουμε».