Νέο σύστημα καθιερώνεται στους φορολογικούς ελέγχους με απόφαση του επικεφαλής της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλή, με στόχο να μπει φρένο στο “φακελάκι”.
Στο πλαίσιο αυτό, η φορολογική διοίκηση σπάει τον χωρικό περιορισμό, επιτρέποντας σε ελεγκτές του ίδιου νομού από διαφορετικές περιοχές να διενεργούν ελέγχους.
Μέχρι σήμερα μία επιχείρηση με έδρα τον Πειραιά ελεγχόταν από τον μηχανισμό της περιοχής. Με τις αλλαγές που επέρχονται, ένας ελεγκτής από το Χαλάνδρι ή από οπουδήποτε στην Αττική μπορεί πλέον να διενεργήσει τον έλεγχο.
Με τον τρόπο αυτό μπαίνει και ένα τέλος στις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ ελεγχόμενων και ελεγκτών λόγω εντοπιότητας.
Ετσι, πλέον τα Ελεγκτικά Κέντρα (ΕΛΚΕ) Αττικής και Θεσσαλονίκης, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και τον περιορισμό των φαινομένων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, θα έχουν διευρυμένη ελεγκτική αρμοδιότητα.
Η ανάθεση υποθέσεων ελέγχου στα ΕΛΚΕ των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης θα γίνεται αυτοματοποιημένα βάσει ειδικού αλγορίθμου, που θα λαμβάνει υπόψη το πλήθος των ελεγκτών στα ΕΛΚΕ και την κατηγορία των προς διενέργεια ελέγχων.
Σημειώνεται ότι το επιχειρησιακό σχέδιο της ΑΑΔΕ για το 2024 προβλέπει τη διενέργεια 73.000 ελέγχων σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα έχουν προγραμματιστεί:
– 25.400 μερικοί επιτόπιοι έλεγχοι για τη διαπίστωση της ορθής εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θα διενεργηθούν από τις ελεγκτικές υπηρεσίες και τις ΔΟΥ.
– 2.500 έλεγχοι για τη διαπίστωση της ορθής εκπλήρωσης των μη ετήσιων υποχρεώσεων των φορολογιών κεφαλαίου.
– 16.600 στοχευμένοι μερικοί επιτόπιοι έλεγχοι που θα διενεργηθούν από τις Υπηρεσίες Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ).
– τουλάχιστον 885 έλεγχοι – έρευνες φοροδιαφυγής.
– έλεγχοι για αγορές ακινήτων με μετρητά, με στόχο να διερευνηθεί εάν τα χρήματα δικαιολογούνται από τα εισοδήματα που έχουν δηλώσει στην εφορία οι αγοραστές. Σε διαφορετική περίπτωση οι φορολογούμενοι θα κληθούν να δώσουν εξηγήσεις και όσοι δεν μπορέσουν να δικαιολογήσουν την προέλευσή τους θα χρεωθούν με έξτρα φόρο 33% επί του “ακάλυπτου” ποσού καθώς θα θεωρείται αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.