Νέα ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης δίνει σήμερα ο οίκος αξιολόγησης Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες, διατηρώντας τις προοπτικές για το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού κλάδου “θετικές” ενόψει των ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών που αναμένονται για το 2023-2024.
Ο Moody’s θεωρεί πως οι θετικές προοπτικές του κλάδου οδηγούνται κυρίως από τις βελτιώσεις που αναμένονται στο μέτωπο της κερδοφορίας, τη στιγμή που το πιστωτικό ρίσκο φαίνεται διαχειρίσιμο ενώ η κεφαλαιοποίησή τους παραμένει σταθερή.
Αυτή είναι η δεύτερη έκθεση του Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες μέσα σε λιγότερο από 10 μέρες και εν μέσω της αναταραχής που προκάλεσαν διεθνώς οι εξελίξεις με τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ και την Credit Suisse στη συνέχεια, με την Deutsche Bank να δέχεται επίσης πρόσφατα τα “πυρά” των αγορών.
Στις 21 Μαρτίου, και έπειτα από την ολοκλήρωση των αποτελεσμάτων χρήσης 2022, ο οίκος είχε επισημάνει πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν ισχυρές άμυνες ρευστότητας και χρηματοδότησης από την αύξηση των καταθέσεων, ενώ τα επίπεδα κεφαλαίων παραμένουν άνετα πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις.
Στη νέα της έκθεση η Moody’s εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 1,8% φέτος και στο 1,7% το 2024) και τη συνεχιζόμενη ισχυρή πιστωτική ανάπτυξη, τα οποία και θα υποστηρίξουν τις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών.
Όπως επισημαίνει, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει σημαντικά τα NPEs τα τελευταία χρόνια, με την ποιότητα των δανείων να αναμένεται να σταθεροποιηθεί παρά τις δυσκολίες που αναμένεται να αντιμετωπίσουν από τους ευάλωτους πελάτες λόγω των υψηλότερων επιτοκίων.
Η εταιρική πιστωτική ζήτηση θα συνεχίσει να υποστηρίζει την κερδοφορία τους, ενώ οι προβλέψεις για ζημίες δανείων θα υποχωρήσουν σε σχέση με τα προηγούμενα έτη και το κόστος θα περιοριστεί. Η Moody’s αναμένει πως όλες οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν μονοψήφιο δείκτη NPE τους επόμενους 12-18 μήνες (κοντά στο 5%), σύμφωνα με τα επιχειρηματικά τους σχέδια.
Οι πιθανοί κίνδυνοι που προκύπτουν από τις πληθωριστικές πιέσεις στους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και τον νέο δανεισμό που σχετίζεται με το RRF.
Τα πρόσφατα ανακοινωθέντα μέτρα κρατικής στήριξης που συμβάλουν στην άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στους ευάλωτους δανειολήπτες, οι οποίοι επιδοτούνται εν μέρει από το τραπεζικό σύστημα, θα έχουν ελάχιστη επίδραση στην απόδοση και την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών.
Παράλληλα, όπως προσθέτει ο οίκος, η κερδοφορία θα υποστηρίζεται από τα υψηλότερα περιθώρια δανεισμού και την αύξηση των εταιρικών δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον επικεντρωθεί στη βελτίωση της διαρθρωτικής κερδοφορίας, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ).
“Αναμένουμε να ωφεληθούν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών και τα ΝΙΙ από υψηλότερα επιτόκια και νέο εταιρικό δανεισμό, που θα μετριάσει τις επιπτώσεις των πωλήσεων NPE τα οποία μείωσαν τα υπόλοιπα δανείων τα τελευταία χρόνια.
Αντίστοιχα, αναμένουμε βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών, υποστηριζόμενη επίσης από υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, τη συγκράτηση κόστους (ισορροπημένη από επενδύσεις στην ψηφιοποίηση) και μέτριες προβλέψεις για απώλειες δανείων τους επόμενους 12-18 μήνες”, όπως τονίζει.
Όλες οι τράπεζες, προσθέτει, στοχεύουν στην επίτευξη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) περίπου 10% ή υψηλότερα έως το 2024, αν και κάποιες έχουν ήδη επιτύχει αυτόν τον στόχο το 2022 με τη βοήθεια ορισμένων εφάπαξ κερδών.
Τα επίπεδα κεφαλαίου θα παραμείνουν ανέπαφα και θα αυξηθούν οριακά καθώς οι τράπεζες δημιουργούν κεφάλαια εσωτερικά μέσω των παρακρατημένων κερδών. Όπως εξηγεί, το κεφάλαιο των τραπεζών θα υποστηριχθεί από την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου και παρά τη δυνατότητα για μέτριες πληρωμές μερισμάτων το 2024.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είχαν σταθμισμένο μέσο όρο δείκτη CET1 (fully loaded) περίπου 13,5% και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 15,8% το 2022, αν και τα κεφαλαιακά αποθέματά τους είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο οίκος το υψηλό επίπεδο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων θα συνεχίσει να υπονομεύει την ποιότητα του κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών, διότι αποτελούν πάνω από το ήμισυ του CET1 των τραπεζών.
Οι θέσεις χρηματοδότησης και ρευστότητας θα παραμείνουν υγιείς καθώς οι καταθέσεις των πελατών αυξάνονται και οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να αξιοποιούν τις κεφαλαιαγορές για να χτίσουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), αναφέρει ο οίκος.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει, τα τελευταία δύο χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις καταθέσεις πελατών (5% το 2022 και 10% το 20213), μειώνοντας σημαντικά τους δείκτες δανείων/καταθέσεων σε λιγότερο από 70%. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) 198% (2022), υποδηλώνοντας την άνετη ρευστότητά τους με σχεδόν τις μισές επενδύσεις τους με τη μορφή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου.
Αντίστοιχα, η αύξηση των επιτοκίων τα τελευταία τρίμηνα έχει δημιουργήσει ορισμένες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες σε αυτά τα χαρτοφυλάκια, αν και περιορίζονται μέσω των θέσεων αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών. Η Moody’s τονίζει πως δεν αναμένουμε να πραγματοποιήσουν σημαντικές απώλειες εύλογης αξίας από αυτούς τους κρατικούς τίτλους τους επόμενους 12-18 μήνες.
“Λόγω των δομών του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών θεωρούμε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σε γενικές γραμμές ανθεκτικό στις επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης”, τονίζει χαρακτηριστικά.