Παρά την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο εδώ και αρκετό καιρό και τους γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης που καταγράφει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, το ατομικό εισόδημα παραμένει χαμηλότερο κατά σχεδόν 30% σε σχέση με το 2010.
Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας φαίνεται πως άφησε βαθιές πληγές στην χώρα καθώς πρόκειται για την μεγαλύτερη αρνητική μεταβολή σε εισόδημα που καταγράφει χώρα της ΕΕ, στην οποία το μέσο ατομικό εισόδημα έχει αυξηθεί κατά 28.63%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκδοσή της σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών στην ΕΕ, το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές στην Ελλάδα το 2023 ήταν χαμηλότερο κατά 28,38% σε σύγκριση με αυτό του 2010.
Η εικόνα στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ
Εκτός από την Ελλάδα, χαμηλότερο εισόδημα το 2023 σε σύγκριση με το 2010 καταγράφηκε σε τέσσερις ακόμη χώρες, με την απόκλιση, όμως, να είναι πολύ μικρή.
Πρόκειται για την Κύπρο (1,85%), τη Γαλλία (1,79%), την Ιταλία (0,97%) και την Ισπανία (0,29%).
Αυτές είναι οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο, εκτός από την Ελλάδα, από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και στις οποίες ελήφθησαν έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα, αν και όχι σε όλες υπό τη μορφή μνημονίων.
Η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, όμως, οι οποίες αντιμετώπισαν εξίσου σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με την πρώτη να μπαίνει και σε καθεστώς μνημονίου, παρουσιάζουν μέσο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές υψηλότερο από αυτό του 2010 κατά 10,83% και 30,61% αντίστοιχα.
Δυσκολία της Ελλάδας στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού
Η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερης έντασης και διάρκειας. Καθοριστικό ρόλο, όμως, τα τελευταία χρόνια έχει διαδραματίσει και ο πληθωρισμός.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης ανέφερε χθες στην Επιτροπή Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής για το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2025 ότι τα τελευταία πέντε χρόνια, «αφού αφαιρέσουμε την επίπτωση του πληθωρισμού, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν καθαρή σωρευτική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 7,7% στην Ελλάδα έναντι 3,2% στην Ε.Ε».
«Προφανώς θα θέλαμε να είναι μεγαλύτερη η αύξηση και ο πληθωρισμός χαμηλότερος», επεσήμανε ο κ. Χατζηδάκης.
Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού αισθάνεται ότι ζει υπό συνθήκες φτώχειας και ανέχειας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκεται και σημαντικό ποσοστό όσων εργάζονται, που φτάνει το 10%.
Το γεγονός ότι η μεγάλη μείωση που υπέστησαν τα εισοδήματα και η εσωτερική υποτίμηση που έλαβε χώρα, δεν έχουν αντιστραφεί ακόμη, σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις εντείνει το αίσθημα της φτώχειας, της ανέχειας σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ακόμη και αν αυτό δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.
∆εν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό της υποκειμενικής φτώχειας, της αντίληψης δηλαδή που έχουν οι ίδιοι οι πολίτες για την οικονομική τους κατάσταση, που παρατηρείται στην Ελλάδα είναι το ψηλότερο στην Ε.Ε., κατά 67%.
Στην Ελλάδα, επίσης, καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που δηλώνει ότι τα βγάζει δύσκολα πέρα, κατά 87,6%, σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό στην Ε.Ε. κατά 45,4%.
Το πρόβλημα της απόκρυψης εισοδήματος
Τα πολύ χαμηλά επίπεδα εισοδήματος, όπως και η χαμηλή αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα υποκρύπτουν μερικές φορές και απόκρυψη εισοδημάτων.
Αυτό το γεγονός δεν επιτρέπει πολλές φορές την εξαγωγή απολύτως ασφαλών συμπερασμάτων, αλλά και άσκηση ορθής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν, επίσης, αξιοσημείωτα ποσοστά του πληθυσμού σε υλική και κοινωνική στέρηση.
Ακόμη υψηλότερα είναι τα ποσοστά για τους κατοίκους της Ελλάδας που προέρχονται από τρίτες χώρες, κυρίως για πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες.
Βέβαια, μεγάλο ποσοστό των οικονομικών μεταναστών εργάζεται με καθεστώς «μαύρης», ανασφάλιστης ή υποασφαλισμένης εργασίας, οπότε πάλι τα συμπεράσματα δεν είναι τελείως ασφαλή.
To 2023 το ποσοστό του πληθυσμού σε υλική και κοινωνική στέρηση είχε διαμορφωθεί σε 13,5%, το τρίτο υψηλότερο μετά τη Ρουμανία (19,8%) και τη Βουλγαρία (18%), με τα ποσοστά να είναι υψηλότερα, πάνω από 15% στην περίπτωση των παιδιών και ατόμων από τρίτες χώρες (35%).