Σοβαρή κρίση αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) για το 2024. Ποσοστό πάνω από το 20% των μαθητών δυσκολεύεται στην κατανόηση και παραγωγή γραπτού λόγου.
Το πρόβλημα εντοπίζεται ήδη από το Νηπιαγωγείο και επεκτείνεται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Η έκθεση αναδεικνύει δύο βασικά ζητήματα: τις σοβαρές ελλείψεις στην εκπαιδευτική διαδικασία και την ανάγκη επανεξέτασης της ηλικίας εισόδου των παιδιών στο Δημοτικό σχολείο.
Σοβαρά κενά στην κατανόηση και παραγωγή λόγου
Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν περιορίζονται μόνο στα θεωρητικά μαθήματα, όπως αποκαλύπτει η έκθεση. Επεκτείνονται και στα Μαθηματικά, όπου οι μαθητές αντιμετωπίζουν τόσο μαθηματικές όσο και γλωσσικές προκλήσεις.
Η κειμενοκεντρική προσέγγιση, που αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής εκπαίδευσης, φαίνεται να μην εφαρμόζεται αποτελεσματικά. Η έλλειψη συστηματικών επιμορφώσεων και κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού δυσχεραίνει το έργο των εκπαιδευτικών.
Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού φορέα ELINET, παρόμοιο ποσοστό δεκαπεντάχρονων μαθητών στην Ευρώπη αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κατανόηση του γραπτού λόγου.
Η πρώιμη είσοδος στο Δημοτικό και οι επιπτώσεις της
Η Ελλάδα διατηρεί ένα από τα χαμηλότερα όρια ηλικίας εισόδου στο Δημοτικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πέντε έτη και οκτώ μήνες. Η έκθεση επισημαίνει ότι αυτή η πρώιμη εγγραφή μπορεί να οδηγήσει σε μαθησιακές δυσκολίες και αρνητικές εμπειρίες.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών έχει θεσπίσει ως κατώτατο όριο τη συμπλήρωση του έκτου έτους. Οι σκανδιναβικές χώρες μάλιστα έχουν ορίσει το έβδομο έτος ως όριο εισόδου.
Η ΑΔΙΠΠΔΕ προτείνει την αύξηση του ορίου ηλικίας εγγραφής στην Πρώτη Δημοτικού στα έξι έτη, ενώ παράλληλα τονίζει την ανάγκη για επιβεβαίωση της σχολικής ετοιμότητας των παιδιών με κατάλληλα αναπτυξιακά εργαλεία.