Γράφει ο Μιχάλης Ιωάννου
Οι 150.000 που πήγαν στην κάλπη να ψηφίσουν τον Αλέξη Τσίπρα στο πλαίσιο του μετασχηματισμού τού ΣΥΡΙΖΑ είναι όντως αριθμός που δημιουργεί νέα δεδομένα —και πρόκειται για έναν κόσμο που ζητάει αλλαγές στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ενα κόμμα με μερικές δεκάδες χιλιάδες οργανωμένους ψηφοφόρους την περίοδο που έγινε κυβέρνηση θέλησε να αποκτήσει ρίζες στην κοινωνία και για να το καταφέρει, αξιοποίησε το μεγαλύτερο όπλο του, που δεν είναι άλλο από τον αρχηγό του.
Eνας Τσίπρας που έχει χάσει δύο εκλογικές αναμετρήσεις (και ενδεχομένως χάσει και μια επόμενη) κατάφερε σχεδόν μόνος του να αλλάξει όχι μία, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές τον χαρακτήρα του κόμματος του οποίου κρατάει το τιμόνι. Ισως ένας αντίπαλος, έστω για τα μάτια του κόσμου, να ανέβαζε λίγο παραπάνω το ενδιαφέρον, όμως είναι σαφές ότι η Ομπρέλα έδωσε τη μάχη της Κεντρικής Επιτροπής, με μόνη βεβαιότητα πως κανείς δεν αμφισβητεί το πρόσωπο του Τσίπρα.
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον διαφορετικός και ο πρόεδρός του έχει λευκή επιταγή για να τον φτιάξει όπως ο ίδιος θέλει – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό και για τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, αλλά και για τους φίλους του. Πόσοι ψήφισαν τελικά στις κάλπες του ΣΥΡΙΖΑ; Από τους 140.000 στα «172.000 μέλη». Ο ίδιος αριθμός, ωστόσο, οι 150.000, δεν είναι από μόνος του εγγύηση εκλογικής ανόδου. Στη δήλωσή του μετά το αποτέλεσμα, ο Τσίπρας επιχείρησε να δημιουργήσει μια εικόνα επέλασης, η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να υφίσταται.
Το νούμερο δεν είναι στα όρια του ακατόρθωτου, αντιθέτως, μόλις πριν από λίγες ημέρες, ένα άλλο κόμμα, με μικρότερη εκλογική δύναμη από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να το ξεπεράσει. Στο τέλος της ημέρας, μετά την καταμέτρηση, ο αριθμός έχει το ενδιαφέρον του, όμως δεν προκαλεί ρωγμές στο πολιτικό σκηνικό όπως αποτυπώνεται σήμερα, άρα δεν φοβίζει τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ. Αν στην αξιωματική αντιπολίτευση επικρίνουν την κυβέρνηση ότι φτιάχνει μια πλασματική εικόνα, θα ήταν οξύμωρο να υποπέσουν στο ίδιο λάθος. Το μόνο που ξεκαθαρίζει ο νέος αριθμός μελών του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως υπάρχει βάση εκκίνησης –όπως φάνηκε και στο συνέδριο του κόμματος. Το αν αυτή είναι αρκετή (και για πόσα πράγματα είναι αρκετή) μπορεί στην πραγματικότητα να φανεί μόνο στην εθνική κάλπη. Από την άλλη πλευρά, προφανώς το τρολάρισμα είναι μέσα στο παιχνίδι. Το τελευταίο πράγμα, όμως, που πρέπει να κάνουν όσοι παρακολούθησαν από απόσταση τη διαδικασία και δεν εντυπωσιάστηκαν από το νούμερο των συμμετεχόντων, είναι να υποτιμήσουν τι συνέβη χθες.
Υπήρξαν τουλάχιστον 150.000 άνθρωποι που στήθηκαν μια μέρα με πολλή ζέστη σε μια ουρά (μικρή ή μεγάλη, λίγη σημασία έχει) για να ψηφίσουν πρόεδρο που κατεβαίνει χωρίς αντίπαλο. Κι αυτοί ήθελαν να στείλουν το μήνυμά τους –και το μήνυμα αυτό δεν ήταν αποκλειστικά για τα εσωκομματικά της Κουμουνδούρου.
Το πραγματικά θετικό όλων αυτών των εσωκομματικών εκλογών που λαμβάνουν χώρα (και σίγουρα όχι μόνο των συριζαϊκών) είναι ότι αποδεικνύουν πως τα κόμματα, και αυτά που μας αρέσουν και τα άλλα που δεν μας αρέσουν και τόσο, δεν είναι ξοφλημένη υπόθεση. Μπορεί να μη συγκεντρώνουν 1 εκατομμύριο ανθρώπους στην κάλπη όπως γινόταν κάποτε, όμως καταφέρνουν ακόμα να κινητοποιήσουν μια κρίσιμη μάζα πολιτών που δεν έχει γυρίσει την πλάτη της στο πολιτικό σύστημα.
Και επειδή σε αυτή τη χώρα ζήσαμε πολύ πρόσφατα τι πραγματικά σημαίνει πολιτική απαξίωση και τη ζημιά που μπορεί να κάνει, συμβολικά και ουσιαστικά στη δημοκρατία, η συμμετοχή –ακόμη και στις κάλπες αντιπάλων– έχει μεγαλύτερη αξία από την αδιαφορία.