Έναν θρύλο του τουρκικού ποδοσφαίρου έφερε για τον πάγκο του Παναθηναϊκού ο Γιάννης Αλαφούζος για να του δώσει το πρωτάθλημα μετά από 14 χρόνια.
Ο Φατίχ Τερίμ έχει σπουδαίες διακρίσεις και η κορυφαία του στιγμή είναι χωρίς αμφιβολία η κατάκτηση του κυπέλου UEFA κόντρα στον Αρσέν Βενγκέρ.
Επίσης έχει κατακτήσει οκτώ πρωταθλήματα σε τέσσερις θητείες με τη Γαλατάσαραϊ, ενώ έγινε – σύμfωνα με το sport24 και ντοκιμαντέρ στο Netflix
Αυτοκράτορας, (χρισμένος) ιππότης, οξύθυμος, μεγαλομανής, πετυχημένος, ιστορικός, αλαζόνας, πρωταγωνιστής.
Ο 70χρονος τεχνικός του Παναθηναϊκού έχει συνδυαστεί με πολλά από τα παραπάνω, όμως πάνω από όλα, για τους περισσότερους αποτελεί την εικόνα της Τουρκίας, ο άνθρωπος αυτός που προσωποποιεί τη γειτονική χώρα, στα καλά και στα άσχημά της.
Μία μικρογραφία αυτών των χαρακτηριστικών αποτυπώνονται και στο βιογραφικό του. “Αυτοί που κοιτάζουν τον Τερίμ, βλέπουν την Τουρκία”, έγραψε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλπέρ Γκιορμιούς σε μια προσωπογραφία για τον συμπατριώτη του. Από το ευρωπαϊκό τρόπαιο στο Big Brother, από την πατρική στοργή στους παίκτες στις δημόσιες κόντρες, από την εθνική ομάδα στη Γαλατάσαραϊ, από την ονοματοδοσία γηπέδων στους καυγάδες των κεμπαμπτζίδικων, η ζωή του Τερίμ είναι γεμάτη αντιθέσεις και περιλαμβάνει τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε ντοκιμαντέρ στο Netflix.
Ο πατέρας του, Ταλάτ Τερίμ, είναι Τουρκοκύπριος και σε ηλικία 4 ετών έμεινε ανάπηρος και παραλίγο να χάσει το πόδι του από μία λάθος ένεση. Αναγκάστηκε να κοπιάσει παραπάνω για να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο και να βγάλει τα προς το ζειν για τη σύζυγό του και τον γιο τους που γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1953, στα Άδανα.
Ο μικρός Φατίχ δεν έπαιρνε τα γράμματα, έμεινε στην ίδια τάξη από απουσίες και δύσκολα η μοίρα του θα ταυτιζόταν με τις επιθυμίες των γονιών του, να γίνει μηχανικός. Ο δρόμος του είχε χαραχθεί διαφορετικά και οδηγούσε στο ποδόσφαιρο, όντας μέλων των ακαδημιών της τοπικής Ντεμίρσπορ από το 1963. Όχι χωρίς αγκάθια, αφού χρειάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να συνεισφέρει στον περιορισμένο οικογενειακό προϋπολογισμό.
Όταν άπαντες αποδέχθηκαν ότι η μόρφωση δεν θα κέρδιζε τη μάχη με τον αθλητισμό, ο 16χρονος Φατίχ βρέθηκε στην Άδανα Ντεμίρσπορ. Αν και ερασιτέχνης, πληρωνόταν κρυφά με μισθό 150 τουρκικές λίρες λόγω της κατάστασης της οικογένειάς του. Βασικός στην πρώτη ομάδα, παίζοντας ως επιθετικός, έγινε αρχηγός της στα 19 και την οδήγησε στην άνοδο στα “μεγάλα σαλόνια” το 1972-1973.
Το 1974 η Γαλατάσαραϊ κατάφερε να τον αρπάξει από την Άδανα Ντεμίρσπορ, παρά τη σθεναρή αντίσταση τόσο της δεύτερης, όσο και ατόμων μέσα από την “τσιμπόμ”. Ο Τερίμ άλλαξε θέση λόγω των προβλημάτων στα μετόπισθεν και γύρισε στην άμυνα, παίζοντας ως λίμπερο. Σε αυτόν τον ρόλο έκανε καριέρα τόσο στον “κοιμώμενο γίγαντα” της Κωνσταντινούπολης, που κατέκτησε το πρωτάθλημα για τελευταία χρονιά πριν από τη μεταγραφή του Τερίμ και το πήρε ξανά έναν χρόνο μετά την αποχώρησή του.
Καυγάδες, συλλήψεις, ξύλο και πρωτοσέλιδα
Οι 51 διεθνείς συμμετοχές δεν ήταν αρκετές για να αναδείξουν εκείνη την εποχή έναν Τούρκο ποδοσφαιριστή σε σούπερ σταρ. Αυτά που έκανε ο Τερίμ εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου όμως τον έφερναν συχνά πυκνά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Το αίμα του πάντα έβραζε και προσπαθούσε να περάσει το δικό του. Το 1977 είχε χτυπήσει τον αστυνομικό και μέλος του ΔΣ της “τσιμπόμ”, Γκιουντιούζ Ακτούγκ, που είχε εκφράσει την αντίθεση στη μεταγραφή του. Αν και ο Ακτούγκ έκανε μήνυση, καταγγέλλοντας και την κλοπή ενός δαχτυλιδιού και 10.000 λιρών από τον Τερίμ, εν τέλει δεν συνέβη τίποτα με τον τότε 21χρονο ποδοσφαιριστή, αφού η μήνυση αποσύρθηκε.
Το 1980 συνελήφθη για σύρραξη με αστυνομικούς στο τέλος ενός αγώνα, όπου στο ημίχρονο είχε χτυπήσει έναν φίλαθλο της Φενέρμπαχτσε και του επιβλήθηκε πρόστιμο. Έναν χρόνο αργότερα συνελήφθη επειδή… ζήλεψε. Στην έξοδο ενός καζίνο επιτέθηκε και τραυμάτισε στο κεφάλι έναν άντρα που φλέρταρε με την ηθοποιό Μιουζντέ Αρ, με την οποία είχε δεσμό.
Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύτηκε την Φούλια, όμως δεν ηρέμησε, έστω κι αν σταμάτησε να πηγαίνει σε καζίνο. Το 1983 χτύπησε με το κεφάλι τον αρχηγό της Φενέρμπαχτσε, το 1984 χαστούκισε έναν άλλον παίκτη της αιώνιας αντιπάλου, τον Σουάτ Κάραλιτς, με συνέπεια να τιμωρηθεί με δύο αγώνες και το 1985 επιτέθηκε κι έφτυσε στο πρόσωπο τον διαιτητή Χαμζά Αλάν, αρνήθηκε να βγει από τον αγωνιστικό χώρο, προκάλεσε το κοινό στην εξέδρα και τελικά χρειάστηκε η συνδρομή της αστυνομίας. Οι πέντε αγώνες αποκλεισμού που του επιβλήθηκαν τον οδήγησαν και στο τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής.
Η γερμανική επιρροή και η αλματώδης άνοδος
Η αποτυχία της Γαλατάσαραϊ να κατακτήσει το πρωτάθλημα επί των ημερών του ήταν και η συνθήκη που τον οδήγησε σε μία σπουδαία καριέρα ως προπονητή. Η διοίκηση του συλλόγου έψαχνε απεγνωσμένα να αλλάξει την εικόνα της ομάδας και γι’ αυτό απευθύνθηκε στον νικητή του Euro 1980 και φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982 με τη Δυτική Γερμανία, Γιουπ Ντέρβαλ.
Ο Γερμανός ανέλαβε το 1984 και είχε για έναν χρόνο ως παίκτη τον Τερίμ. Στη συνέχεια τον πήρε στις προπονητικές φτερούγες του, όπως και μία άλλη θρυλική φιγούρα της χώρας, τον Μουσταφά Ντενιζλί, τον οποίο προσέλαβε ως βοηθό. Με αυτό το πολύ δυνατό επιτελείο, η Γαλατάσαραϊ επέστρεψε στους τίτλους και το καλοκαίρι του 1987 οι δύο συνεργάτες του Ντέρβαλ αποφάσισαν να αυτονομηθούν.
Ο Ντενιζλί τον διαδέχθηκε στον πάγκο της Γαλατάσαραϊ όταν ο Γερμανός αποσύρθηκε ξαφνικά από το ποδόσφαιρο και ο Τερίμ ανέλαβε την Ανκαραγκιουτζιού. Αισθανόταν έτοιμος και δεν ήταν ο μόνος. Ο Γιουγκοσλάβος προπονητής με τη μεγάλη καριέρα στην Τουρκία, Αμπντουλάχ Γκέγκιτς, θεωρούσε ότι ως παίκτης είχε το στιλ του Φραντς Μπεκενμπάουερ παίζοντας ως λίμπερο, κατανοούσε καλύτερα από τον καθένα το παιχνίδι που εξελισσόταν μπροστά του και αυτό θα ήταν το εχέγγυο για μια μεγάλη προπονητική καριέρα. Δεν διαψεύστηκε.
Δύο χρόνια στην Ανκαραγκιουτζιού και άλλος ένας στην Γκιέζτεπε τον έφεραν στις τάξεις της ομοσπονδίας και στην εθνική ομάδα Κ21. Ταυτόχρονα ανέλαβε χρέη βοηθού του Ζεπ Πιόντεκ στην ομάδα των ανδρών, συνεχίζοντας να θητεύει δίπλα σε σπουδαίους εκπρόσωπους της γερμανικής προπονητικής σχολής, που έφερναν στην Τουρκία απαράμιλλη τεχνογνωσία.
Στην Ümit Milli ο Τερίμ ευτύχησε να παραλάβει μία “χρυσή φουρνιά” και να την πλάσει όπως ήθελε εκείνος. Τα ονόματα γνωστά σε κάθε ποδοσφαιρόφιλο, κυρίως για την καριέρα τους αργότερα και όχι για όσα έκαναν με την Κ21. Ρουστού Ρετσμπέρ (με τον οποίο τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει στα δικαστήρια λόγω δημοσίων κριτικών), Αλπάι Εζαλάν, Μπουλέντ Κορκμάζ, Αρίφ Ερντέμ, Τουγκάι Κερίμογλου, Σεργκέν Γιαλτσίν και φυσικά Χακάν Σουκούρ συνέθεταν τον κορμό εκείνης της ομάδας, που εκείνη την εποχή δέθηκε απόλυτα με τον “πατέρα” τους. “Όλοι οι παίκτες μου γνωρίζουν πως αν συμβεί κάτι, πρέπει να έρθουν και να μου μιλήσουν. Προσωπικά προβλήματα, προβλήματα γονιών, συζυγικά, συντροφικά, τα έχω δει όλα”, δήλωνε μερικά χρόνια αργότερα για τη φιλοσοφία που έχει σχετικά με τους ποδοσφαιριστές του.
Το 1993 κλήθηκε να κάνει το μεγάλο βήμα στη μέχρι τότε καριέρα του και να διαδεχθεί τον Πιόντεκ στο “τιμόνι” του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της πατρίδας του. Ανέλαβε την εθνική Τουρκίας στα προκριματικά του Euro 1996 και την έστειλε στα τελικά της Αγγλίας, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Η επιτυχία θεωρήθηκε μεγάλη, παρότι οι Τούρκοι αποχώρησαν με τρεις ήττες και χωρίς γκολ από τη “γηραιά Αλβιώνα”.
Το στάτους του αυτομάτως άλλαξε. Θεωρήθηκε θεότητα στην πατρίδα του, τα σύνορα δεν τον χωρούσαν. Το καλοκαίρι του 2000 έμενε ελεύθερος και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, τη Serie A. Η Μίλαν τον κοιτούσε, η Φιορεντίνα ήταν πιο αποφασιστική και τον προσέλαβε.
Σε μία προσπάθεια να ισορροπήσει στη μετά-Γκαμπριέλ Μπατιστούτα εποχή και με τον Τζιοβάνι Τραπατόνι να μην τα καταφέρνει, ο Τερίμ ανέλαβε μία δύσκολη αποστολή. Το πιο δύσκολο απ’ όλα να αντιμετωπίζει καθημερινά έναν επιτυχημένο κινηματογραφικό παραγωγό που αναμιγνυόταν στα πάντα, αφού ήταν και ο ιδιοκτήτης των “βιόλα”.
Ο Βιτόριο Τσέκι Γκόρι έγινε γρήγορα η νέμεσις του Τερίμ, ο οποίος αναγέννησε τη Φιορεντίνα, στηριζόμενος στον Μανουέλ Ρουί Κόστα και στον Ενρίκο Κιέζα, όμως δεν κατάφερε ποτέ να τα βρει με τον Ιταλό προϊστάμενό του. Όταν γνωστοποίησε ότι δεν θα ανανεώσει το μονοετές συμβόλαιό του διότι δεν τον ικανοποιούσε το μακροχρόνιο πλάνο του συλλόγου, οι κόντρες κλιμακώθηκαν και εξωθήθηκε σε παραίτηση τον Φεβρουάριο του 2001. Από την 3η θέση έπειτα από το 4-0 επί της Μίλαν τον Ιανουάριο του 2001, η Φιορεντίνα τερμάτισε 9η. Κατέκτησε πάντως το Coppa Italia (προκρίθηκε στον τελικό επί Τερίμ) με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι στον πάγκο, ο οποίος έκανε προπονητικό ντεμπούτο ως διάδοχος του Τούρκου.
Δεν έμεινε για καιρό χωρίς δουλειά. Η Μίλαν βρισκόταν σε παρόμοια φάση, αναζητώντας σταθερότητα ύστερα από το 2000-2001, που τη βρήκε με τους Αλμπέρτο Τζακερόνι, Τσέζαρε Μαλντίνι και Μάουρο Τασότι να κάθονται στον πάγκο της. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έκανε πραγματικότητα την επιθυμία του με καθυστέρηση ενός έτους, όμως οι καταστάσεις δεν εξελίχθηκαμ όπως είχε ονειρευτεί.
Αντρέα Πίρλο και Κάρλο Αντσελότι έχουν δώσει ένα στίγμα για τη θητεία του Τερίμ στους “ροσονέρι” μέσω των αυτοβιογραφιών τους που κυκλοφόρησαν τα προηγούμενα χρόνια. Ο Πίρλο χαρακτήρισε “ανεπαρκείς” τις προπονητικές δεξιότητες του τότε προπονητή του, όμως στη συνέχεια έριξε μεγάλες ευθύνες στον μεταφραστή που κουβαλούσε παντού.
Βέβαια, δεν έφταιγε μόνο ο μεταφραστής για την κακή πορεία της Μίλαν, σύμφωνα με τον Πίρλο. “Οι πρώτες ομαδικές συναντήσεις ήταν αξέχαστες. Ο Τερίμ θα έπαιρνε μια κιμωλία, θα σχεδίαζε έντεκα κύκλους στον πίνακα. Κάθε ένας αντιπροσώπευε έναν παίκτη στο γήπεδο. Ωστόσο, στο μέσο της συζήτησης, ο πίνακας θα γέμιζε με βέλη και και άλλα γράμματα που έγραφε και ήταν αδύνατο να καταλάβουμε σε ποιον κύκλο έδειχναν. Ο πίνακας γινόταν χάλια και ήταν αδύνατον να ξεχωρίσουμε παίκτες και θέσεις για τον καθένα. Με λίγα λόγια, απόλυτο χάος. Ένα χάος που μόνο ο τερματοφύλακας ήταν σίγουρος για το πού παίζει”.
“Κατά τη διάρκεια των ομιλιών, θα έδειχνε σε μία ζώνη και θα άρχιζε να μιλάει. ‘Κοστακούρτα, πρέπει να είσαι εδώ’. Μια μέρα, δεν αντιστάθηκα και είπα: ‘Αλλά κόουτς, μόλις είπες ότι η ζώνη αυτή που έδειξες είναι δική μου, όχι του Κοστακούρτα’. Το χειρότερο είναι ότι όσο προχωρούσε η ομιλία, άρχιζε να μπερδεύει τους κύκλους στην άμυνα με αυτούς στην επίθεση. Η κατάσταση έγινε τέτοια που αρχίσαμε να αστειευόμαστε μεταξύ μας και να λέμε ‘αναρωτιόμαστε αν το κάνει επίτηδες, για να υλοποιήσει το όνειρο του Μπερλουσκόνι και να παίξουμε με 2-4-4′”.
“Ο Τερίμ ήταν φανατικός με το Big Brother. Πολλές φορές άφηνε τον Αντριάνο Γκαλιάνι σε δείπνο και πήγαινε στο δωμάτιό του. Θα καθόταν μπροστά στην τηλεόραση και θα έβλεπε ανθρώπους να κάνουν σεξ στο Big Brother. Όπως αναμενόταν, η Μίλαν τον έδιωξε. Για να περιορίσει το ρίσκο, όταν υπέγραψα συμβόλαιο με τον σύλλογο, σήκωσα το δεξί χέρι μου στον αέρα και έβαλα το αριστερό στην καρδιά και είπα ‘ορκίζομαι με όλη την καρδιά μου ότι θα σκέφτομαι πάντα τη Μίλαν παραπάνω από τους διαγωνιζόμενους στο Big Brother”.
Η εναλλαγή της Γαλατάσαραϊ με την Τουρκία
Με τις προπονητικές μετοχές του να έχουν πιάσει limit-down για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Τερίμ γνώριζε πολύ καλά ποια θα έπρεπε να είναι η επόμενη δουλειά του. Το καλοκαίρι του 2002 επέστρεψε με τιμές… αυτοκράτορα στη Γαλατάσαραϊ, μία ομάδα σε εντελώς διαφορετική κατάσταση από αυτήν που την άφησε.
Οι περισσότεροι αστέρες της ομάδας των δύο ευρωπαϊκών τροπαίων (κατέκτησε και το Super Cup Ευρώπης κόντρα στη Ρεάλ με προπονητή τον Μιρτσέα Λουτσέσκου το 2000) είχαν αποχωρήσει, προσπαθώντας να εξαργυρώσουν το “λαχείο”. Τα διοικητικά προβλήματα της Γαλατάσαραϊ είχαν οδηγήσει σε αποτυχία πραγματικής μεταγραφικής ενίσχυσης. Επιστροφές όπως των Ουμίτ Νταβαλά και Χακάν Ουνσάλ δεν βοήθησαν τα αναμενόμενα και τελικά το πρωτάθλημα του 2003 χάθηκε από τη Μπεσίκτας του Λουτσέσκου ύστερα από το ντέρμπι των δύο ομάδων στα τέλη Μαΐου. Η κατάσταση δεν άλλαξε την επόμενη σεζόν παρά και την επιστροφή του Σουκούρ, με τον Τερίμ να παραιτείται κάτω από άσχημες συνθήκες και να δηλώνει πως δεν θα επιστρέψει.
Το καλοκαίρι του 2005 άρχισε δεύτερη θητεία και στην εθνική Τουρκίας, αναλαμβάνοντας στα τελευταία τρία προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006. Η Τουρκία τερμάτισε στη 2η θέση του ομίλου της, έδωσε μπαράζ με την Ελβετία και αποκλείστηκε. Στα προκριματικά του Euro 2008 τα πήγε καλύτερα και όχι μόνο βρέθηκε στα γήπεδα της Αυστρίας και της Πολωνίας, αλλά έφτασε μέχρι τα νοκ άουτ, έπειτα από απίθανη ανατροπή από δύο γκολ πίσω κόντα στην Τσεχία. Στα προημιτελικά, η Τουρκία έγινε η μοναδική ομάδα μέχρι σήμερα που δεν ηττήθηκε από την Κροατία σε αγώνα που είχε και παράταση, επικρατώντας στα πέναλτι. Στα ημιτελικά ηττήθηκε από τη Γερμανία και αποκλείστηκε από τη συνέχεια, ούσα μπροστά στο σκορ μόλις 13 λεπτά από τα 490 που αγωνίστηκε στο τουρνουά.
Μετά την Ίντερ και τη Ρόμα, ο Τερίμ αψήφισε και τις Σειρήνες από τη Νιούκαστλ για τη θέση του Μπόμπι Ρόμπσον, παραμένοντας ομοσπονδιακός εκλέκτορας. Το συμβόλαιό του επεκτάθηκε μέχρι το 2012, όμως στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2010 δεν τα πήγε καλά και παραιτήθηκε πριν από την ολοκλήρωσή τους, όταν πλέον ήταν πρόδηλο ότι η πρόκριση είχε χαθεί.
Το νέο θαύμα με τη Γαλατάσαραϊ
Η Γαλατάσαραϊ βρισκόταν ξανά σε εσωτερική κρίση, με τον Ουνάλ Αϊσάλ να αναλαμβάνει νέος πρόεδρος το 2011, με πρώτη κίνηση να προσλάβει ξανά τον Τερίμ. Η Γαλατάσαραϊ βρισκόταν στην 8η θέση της βαθμολογίας, με τη Φενέρμπαχτσε στην κορυφή.
Η απόλυση από την εθνική για ένα… κεμπαμπτζίδικο
Παράλληλα με την τρίτη θητεία του στη Γαλατάσαραϊ, τον Αύγουστο του 2013 είχε αρχίσει την τρίτη θητεία του στην εθνική Τουρκίας. Παρέμεινε στο “τιμόνι” έπειτα από την απόλυσή του από την “τσιμπόμ”, αλλά δεν κατάφερε να την οδηγήσει στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014. Ο νέος στόχος ήταν τα τελικά του Euro 2016, το πρώτο με 24 ομάδες, όμως τερμάτισε στην 3η θέση των προκριματικών και δεν τα κατάφερε.
Η ομοσπονδία αποφάσισε να τον κρατήσει στην εθνική ομάδα μέχρι τον Ιούλιο του 2017, όταν αποχώρησε ο ίδιος για έναν εξωαγωνιστικό λόγο. Ο Τερίμ ενεπλάκη σε μία διαμάχη μεταξύ δύο… κεμπαμπτζίδικων στα Αλάτσατα, ένα διάσημο θέρετρο με αρκετό τουρισμό. Ένα εξ αυτών ανήκε στον γαμπρό του, το άλλο άνοιξε ακριβώς δίπλα και ετοιμαζόταν να πάρει πελατεία από το υπάρχον.
“Στις 15 Ιουλίου 2017, περίπου στις 00:15, ήρθε στο κατάστημά μου με τους γαμπρούς του, τον Αχμέτ Μποράν Τσετίν, το όνομα του οποίου έμαθα αργότερα, και Βολκάν Μπαχτσεκαπιλί, ένας άντρας με μούσι, 1,65μ. και 50-55 ετών, το όνομα του οποίου δεν ήξερα, και (σ.σ. ο Τερίμ) μου είπε ‘ήρθα’, μου επιτέθηκε και με γρονθοκόπησε. Αμύνθηκα. Το περιστατικό διήρκεσε περίπου πέντε λεπτά. Μετά ήρθαν και μας χώρισαν”.
Το περιστατικό οδήγησε στο νοσοκομείο τέσσερα μέλη της κουζίνας του κεμπαμπτζίδικου του Αϊντόγκντου και έκανε τον γύρο της Τουρκίας και του πλανήτη. Η θέση του Τερίμ πλέον ήταν αφόρητη και δύο εβδομάδες αργότερα η ομοσπονδία ανακοίνωσε το λύση της συνεργασίας.
Τέταρτη θητεία στη Γαλατάσαραϊ
Μέσα στο ίδιο έτος είχε βρει την επόμενη δουλειά του που ήταν η… προηγούμενη. Η Γαλατάσαραϊ αντικατέστησε τον Ίγκορ Τούντορ με τον Τερίμ, με συμβόλαιο δύο ετών. Ο Τερίμ οδήγησε την “τσιμπόμ” σε ισάριθμα πρωταθλήματα, φτάνοντας τα οκτώ ο ίδιος ως προπονητής (όλα με τη Γαλατάσαραϊ).
Η τρίτη σερί κατάκτηση χάθηκε από νωρίς, με τη Γαλατάσαραϊ να μην μπορεί να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο. Παίκτες όπως ο Τζίμι Ντουρμάζ και ο Ράιαν Μπάμπελ δεν έκαναν τη διαφορά, παίκτες όπως οι Φερνάντο και Σεμίχ Καγιά αποχώρησαν και κόστισαν, με συνέπεια να τερματίσει στην 6η θέση. Πρωταθλήτρια στέφθηκε η Μπασακσεχίρ, πανηγυρίζοντας τον τίτλο στο “Φατίχ Τερίμ”, το νεότευκτο στάδιο της που αρχικά ήταν να ονομαστεί προς τιμήν του αφανή ευεργέτη του συλλόγου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όμως ο ίδιος ο Τούρκος πρωθυπουργός ξάφνιασε τους πάντες όταν στα εγκαίνια του 2014 ανακοίνωσε το τελικό όνομα του γηπέδου (με τον Τερίμ παρόντα και συγκινημένο).
Ο κορονοϊός που περιέπλεξε ολόκληρο το ποδοσφαιρικό στερέωμα έφερε τους τρεις μεγάλους της Πόλης να συγκρούονται για το πρωτάθλημα του 2020-2021. Η Γαλατάσαραϊ το έχασε στη διαφορά τερμάτων από την Μπεσίκτας, για μόλις ένα τέρμα.
Η εμπιστοσύνη στον Τερίμ δεν κλονίστηκε, δεν συνέβη το ίδιο και με την υγεία του όμως, αφού χρειάστηκε να νοσηλευτεί λόγω Covid-19 τον Μάρτιο του 2020 και έναν χρόνο αργότερα αντιμετώπισε διαφορετικής φύσης προβλήματα από τον κορονοϊό.
Η Γαλατάσαραϊ είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα για φιλικό με τον Ολυμπιακό τον Ιούλιο του 2021, όμως τα μέλη της ομάδας αρνήθηκαν να υποβληθούν σε rapid test, με συνέπεια οι αρχές να μην τους επιτρέψουν να φύγουν από το “Ελευθέριος Βενιζέλος” για να καταλύσουν στο ξενοδοχείο όπου θα διέμεναν. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να πάρουν το αεροπλάνο της επιστροφής χωρίς να δώσουν το φιλικό, με τον Τερίμ να κάνει δηλώσεις εναντίον των ελληνικών αρχών
Αν και το καλοκαίρι είχε ενεργοποιηθεί το +3 που τυπικά θα τον κρατούσε στην ομάδα μέχρι τον Ιούνιο του 2024, τον Ιανουάριο του 2022 απολύθηκε ξανά από τη Γαλατάσαραϊ. Δύο ημέρες έπειτα από αυτήν την εξέλιξη, ανέβασε στα social media την υπογραφή της λύσης συμβολαίου, λέγοντας ότι αυτή ήταν (ξανά) η τελευταία φορά που υπογράφει κάποιο έγγραφο για τη Γαλατάσαραϊ.
Ο κορυφαίος προπονητής στην ιστορία του κορυφαίου συλλόγου της Τουρκίας, ο κορυφαίος προπονητής της Τουρκίας, αποφάσισε να βάλει ένα τέλος στα όσα είχε θεσπίσει ως προπονητικό μονοπάτι τις τελευταίες δύο δεκαετίες και αποδέχηκε για δεύτερη φορά στη ζωή του μια πρόκληση από το εξωτερικό.