Εξαιρετικά κρίσιμη θεωρείται η συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την Πέμπτη που θα επικεντρωθεί στα επιτόκια.
Στη συνεδρίαση θα φανεί οι προθέσεις των Ευρωπαίων τραπεζιτών για τον χρόνο που θα αρχίσει η μείωσή των επιτοκίων.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε αποφύγει μετά τη προηγούμενη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου να κάνει οποιαδήποτε αναφορά για τη μείωση των επιτοκίων, λέγοντας ότι είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο και ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με βάση τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού και γενικότερα της οικονομίας.
Ωστόσο, την περασμένη Τετάρτη, η Λαγκάρντ δήλωσε ότι είναι πιθανή μία μείωση των επιτοκίων το καλοκαίρι, όταν ρωτήθηκε στο περιθώριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός για το ενδεχόμενο να υπάρξει τότε η αναγκαία πλειοψηφία που θα στήριζε μία τέτοια κίνηση.
Πρόσθεσε, πάντως, ότι υπάρχει ακόμη ένα επίπεδο αβεβαιότητας καθώς υπάρχουν επιμέρους δείκτες τιμών που δεν έχουν υποχωρήσει στο επιθυμητό επίπεδο.
Με τη δήλωση αυτή, η πρόεδρος της ΕΚΤ διέψευσε τις προσδοκίες των επενδυτών ότι η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα ξεκινήσει τον Απρίλιο και θα ακολουθήσουν μία σειρά από αντίστοιχες κινήσεις τους επόμενους μήνες.
Τι προεξοφλούν οι αγορές
Οι αγορές προεξοφλούσαν ότι η συνολική μείωση των επιτοκίων το 2024 θα ξεπερνούσε τις 150 μονάδες βάσης, δηλαδή ότι θα γίνονταν συνολικά έξι μειώσεις της τάξης των 25 μ.β. η κάθε μία.
Μετά τη διάψευση από τη Λαγκάρντ “μάζεψαν” κάπως τις προβλέψεις τους, αλλά έδιναν και πάλι πιθανότητα 80% να γίνει τον Απρίλιο η πρώτη κίνηση, ενώ ανέμεναν μία συνολική μείωση κατά 138 μ.β. το 2024.
Πιο συντηρητικοί στις προβλέψεις τους ήταν οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνες του Reuters και του Bloomberg, οι οποίοι αναμένουν η ΕΚΤ να προχωρήσει τον Ιούνιο για πρώτη φορά σε μείωση των επιτοκίων και συνολικά αυτή να φθάσει τις 100 μ.β.
Υπέρ της άποψης ότι η πρώτη μείωση των επιτοκίων μπορεί να γίνει το καλοκαίρι έχουν εκφρασθεί ορισμένοι σημαντικοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ, όπως ο επικεφαλής οικονομολόγος, Φίλιπ Λέιν και ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιόαχιμ Νάγκελ.
Παρά ταύτα, με δεδομένο ότι ο χρόνος έως το καλοκαίρι είναι μακρύς, δεν φαίνεται πιθανό να υπάρξει κάποια σχετική επίσημη προαναγγελία (με τη μορφή του forward guidance) την ερχόμενη Πέμπτη.
Αντίθετα, η κεντρική τράπεζα μάλλον θα θέλει να κρατήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, εμμένοντας στο ότι οι αποφάσεις της θα λαμβάνονται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και κυρίως την πορεία του πληθωρισμού της Ευρωζώνης προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Από την περασμένη συνεδρίαση, πληθωρισμός αυξήθηκε τον Δεκέμβριο στο 2,9% από 2,4% τον Νοέμβριο, μία εξέλιξη που ήταν πάντως αναμενόμενη λόγω της διακοπής των μέτρων στήριξης για τις τιμές ενέργειας από ορισμένες χώρες και των αποτελεσμάτων βάσης.
Επομένως, η αύξηση του πληθωρισμού δεν αποτελεί κάποιον παράγοντα που να προβληματίζει ιδιαίτερα. Από την άλλη πλευρά, η οικονομία της Ευρωζώνης πιθανόν να είχε πέσει σε ύφεση στο β’ εξάμηνο του 2023 – το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,1% στο γ΄ τρίμηνο και είναι πιθανό να μειώθηκε ξανά στο δ’ τρίμηνο με βάση τις έρευνες συγκυρίας – κάτι που θα διευκόλυνε μία απόφαση για μείωση των επιτοκίων.
Οι επιθέσεις των Χούθι και ο πιθανός αντίκτυπος στον πληθωρισμό
Στο ραντάρ της ΕΚΤ θα βρεθεί και ο πιθανός αντίκτυπος στον πληθωρισμό και την οικονομία από την αποδιοργάνωση του θαλάσσιου εμπορίου λόγω των επιθέσεων των ανταρτών Χούθι της Υεμένης κατά πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα.
Λόγω της απόφασης πολλών ναυτιλιακών εταιρειών να μεταφέρουν εμπορεύματα από την Ασία στην Ευρώπη ακολουθώντας την πολύ μεγαλύτερη διαδρομή μέσω της Νότιας Αφρικής, τα ναύλα έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και ο χρόνος παράδοσης των εμπορευμάτων έχει αυξηθεί κατά περίπου 10 ημέρες, με συνέπεια να υπάρχουν φόβοι για νέες αυξήσεις στις τιμές.
Σύμφωνα με μελέτη της Oxford Economics, ο παγκόσμιος πληθωρισμός μπορεί να αυξηθεί κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες στο τέλος του 2024, αν οι ναυτιλιακές εταιρείες αποφεύγουν την Ερυθρά Θάλασσα για πολλούς μήνες και οι τιμές των ναύλων διατηρηθούν σε διπλάσια επίπεδα από αυτά πριν την κρίση στην περιοχή. Η επίπτωση αυτή δεν φαίνεται μεγάλη, αλλά μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση του πληθωρισμού, επηρεάζοντας και τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τα επιτόκια.