Ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη δίνοντας οικονομική ανάσα και θέσεις εργασίας στη χώρα μας ! Η Ελλάδα κατέχει την πρωτιά στις εξαγωγές ψαριών διατηρώντας την ηγετική θέση της σε διεθνές επίπεδο και το 2023! Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση υδατοκαλλιέργειας της ΕΛΟΠΥ το “σκορ” μας ανήλθε σε 131.300 τόνους, αξίας 752,5 εκατ. ευρώ! Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί. Αναλυτικότερα, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 121.300 τόνους (66.000 τόνοι τσιπούρας και 55.300 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 697 εκατ. ευρώ!
Aν και το 2023 οι κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις πωλήσεις ψαριών η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την έντονη εξωστρέφεια της! Το 83% της παραγωγής διατέθηκε σε 36 αγορές εκτός Ελλάδας και το υπόλοιπο 17% της παραγωγής στην εγχώρια αγορά. Μηνιαίως οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 6.000 έως 10.000 τόνους.
Εξ’ αυτών τo 75% (90.341 τόνοι) πωλήθηκε σε 20 χώρες της ΕΕ-27, το 17% (20.938 τόνοι) εκτιμάται πως πωλήθηκε στην Ελλάδα, τo 9% (10.020 τόνοι) πωλήθηκε σε 16 τρίτες χώρες, το 59% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (59.444 τόνοι) και το 41% λαβράκι (40.917 τόνοι). Σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,08% κατεψυγμένα (82 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Οι κυριότερες αγορές ωστόσο είναι στην EE όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκε το 2023 το 61% της ελληνικής παραγωγής ή το 73% των εξαγωγών. Αν εξαιρεθούν ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία Καναδά, Κύπρο και Αγγλία όπου οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες 24 χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν κάτω των 800 τόνων.
“Φρενάρει ” η Avramar τις επιχειρήσεις του κλάδου
Η προσπάθεια διάσωσης του ομίλου Avramar συνεχίζεται ωστόσο σύμφωνα με τον Διευθυντή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, κ. Γιάννη Πελεκανάκη: “Η περίπτωση της Avramar έχει βάλει σε στάση αναμονής τις επιχειρήσεις του κλάδου και όλοι επιθυμούν να έχει σύντομα αίσιο τέλος” και συμπληρώνει: “το επενδυτικό ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί για άλλη μια φορά αποδεικνύει έμπρακτα πως ο κλάδος έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης και μετά από σύντομη περίοδο προσαρμογής θα επιστρέψει δυναμικά”.
Οι επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας βλέποντας ότι βρίσκονται σε κυρίαρχη θέση θα πρέπει να υλοποιούν παραγωγικές επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων και να επενδύουν σε δράσεις με έμφαση την αειφορία και την προώθηση βιώσιμων πρακτικών υδατοκαλλιέργειας.
Επιβάλλεται ο χωροταξικός σχεδιασμός των υδατοκαλλιεργειών!
Σημαντική πρόκληση είναι να ολοκληρωθεί και ο χωροταξικός σχεδιασμός των υδατοκαλλιεργειών! Σημειώνεται ότι το 2023 ιδρύθηκε μόλις μια Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης των Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) και συνολικά έχουν ιδρυθεί από το 2011 μόλις 6 από τις 23 ΠΟΑΥ. Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις που έχουν δοθεί, το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις υποβαθμίζοντας την αναπτυξιακή προοπτική, τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Πελεκανάκη: “Η προθεσμία ίδρυσης των ΠΟΑΥ λήγει τον Νοέμβριο 2024 χωρίς να υπάρχει σαφής προγραμματισμός για την εμπρόθεσμη ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών από τα αρμόδια υπουργεία”.
Η Τουρκία καραδοκεί…
Παρόλο που πρωταγωνιστούμε στις διεθνείς αγορέςο ανταγωνισμός, εξακολουθεί να υπάρχει. Η μεγάλη πίεση, σύμφωνα με τον κ. Πελεκανάκη, προέρχεται από τις αυξημένες εισαγωγές στην ΕΕ από την Τουρκία, η οποία εκτός από τις ανταγωνιστικές τιμές, εισέρχεται όλο και πιο επιθετικά στην ΕΕ ιδρύοντας στην Ελλάδα εταιρείες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάριν στις ελληνικές εταιρείες.
Σημειώνεται ότι η εμπορία τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας σημείωσε πτώση 2% σε σχέση με το 2022. Το 2023 εισήχθησαν 12.331 τόνοι νωπών ψαριών (8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού) όπου εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στην συνέχεια σχεδόν στο σύνολο τους επαναπροωθήθηκαν (ως τουρκικό ψάρι) κυρίως σε άλλες χώρες της ΕΕ.