Τις ελληνικές συστημικές τράπεζες αποθεώνει η Deutsch Bank που τις κατατάσσεις στις κορυφαίες της επιλογές από την περιφέρεια της ευρωζώνης.
Η Γερμανική Τράπεζα τονίζει ότι η Ελλάδα ξεχωρίζει και αναμένεται να συνεχίσει να ξεχωρίζει χάρη στις ισχυρές προοπτικές της οικονομίας.
Όπως επισημαίνει ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση, δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης και την ανοδική τροχιά των αξιολογήσεων από τους οίκους, ενώ η αύξηση του δανεισμού θα είναι η ισχυρότερη στην περιοχή, στηρίζοντας τον κλάδο.
Έτσι, δίνει σύσταση Buy και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες, με τιμή-στόχο για την Alpha Bank στο 1,58 ευρώ, για την Πειραιώς στα 2,97 ευρώ, για την Eurobank στο 1,5 ευρώ και για την Εθνική στα 5,97 ευρώ.
Όπως σημειώνει η Deutsch Bank, ενώ η ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν καλύτερη από ό,τι αναμενόταν αρχικά, με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ να έχουν ανακάμψει στα προ Covid επίπεδα ΑΕΠ (εκτός από την Ισπανία, που πιθανόν να κλείσει το χάσμα το β’ τρίμηνο), ο κίνδυνος υψηλού πληθωρισμού και οικονομικής επιδείνωσης λόγω των υψηλότερων επιτοκίων αναζωπύρωσε τους φόβους ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να γίνουν και πάλι ο πιο αδύναμος κρίκος στην ΕΕ. Ο κρατικός κίνδυνος θεωρείται πιθανός αρνητικός παράγοντας για αυτές τις χώρες, και συνεπώς για τις τράπεζές τους.
i) τα spreads των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να έχουν καλή απόδοση (ειδικά στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, ενώ η Ιταλία θέτει το κύριο ερωτηματικό). Η Ελλάδα μάλιστα έχει τις καλύτερες επιδόσεις το τελευταίο διάστημα χάρη στις θετικές οικονομικές εξελίξεις και τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της αξιολόγησής της από τους οίκους, πλησιάζοντας την επενδυτική βαθμίδα, με την ανάκτησή της να επιτρέπει σε πολλούς μακροπρόθεσμους επενδυτές να αρχίσουν να επενδύουν σε ελληνικά ομόλογα για πρώτη φορά μετά από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας σε φθηνότερη χρηματοδότηση στο μέλλον.
ii) η πιθανή ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού θα αποτελούσε περισσότερο απειλή με τη μορφή οικονομικής επιβράδυνσης παρά με άμεσο αντίκτυπο στους ισολογισμούς ή το κεφάλαιο των τραπεζών λόγω της άμεσης έκθεσής τους στα κρατικά ομόλογα, και
iii) οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να σημειώσουν από τις καλύτερες επιδόσεις το 2023-2025, κάτι που είναι υποστηρικτικό για τις αξιολογήσεις τους (μόνο η Ιταλία αντιμετωπίζει ελαφρά απειλή).
Όπως σημειώνει η Deutsche Bank, το μεγαλύτερο μέρος των καλών επιδόσεων της περιφέρειας προέρχεται από οικονομικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί, κάτι που μεταφράζεται επίσης σε υγιέστερες οικονομίες και ανανεωμένους τραπεζικούς κλάδους.
Ωστόσο, πιστεύει επίσης ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ, PEPP, συνέβαλε στη διατήρηση των spreads υπό έλεγχο, ενώ παρ’ όλο που οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων διακόπηκαν πριν από περισσότερο από έναν χρόνο, η επανεπένδυση των κεφαλαίων από τίτλους που λήγουν θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024, επιτρέποντας ακόμη κάποια περαιτέρω υποστήριξη.
Όσο οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν ισχυρές (με ακόμη υψηλότερη αναμενόμενη ανάπτυξη από ό,τι στην Ευρωζώνη, ειδικά στην Πορτογαλία και την Ελλάδα), οι κύριοι κίνδυνοι για την περιφέρεια είναι ο υπερβολικά αρνητικός αντίκτυπος των επιτοκίων και οι αυξανόμενες απαιτήσεις από την Ευρώπη για τον έλεγχο των δημοσίων ελλειμμάτων.
Τα κονδύλια της ΕΕ δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τη χαμηλή ζήτηση (εκτός από την Ελλάδα)
Μετά τον σημαντικό αντίκτυπο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στις οικονομίες, η COVID οδήγησε την ΕΕ να ξεκινήσει μια ισχυρή πρωτοβουλία για την ενίσχυση της ανάκαμψης, η οποία, παρά τον γενικό σκοπό της, σχεδιάστηκε να έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στις περιφερειακές χώρες. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά την έναρξη του NGEU, ο κίνδυνος είναι τώρα οι χώρες να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την επιβράδυνση της οικονομίας από τα υψηλότερα επιτόκια, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις περισσότερες χώρες (ιδιαίτερα την Ισπανία και την Ιταλία – με την Ελλάδα ωστόσο να ξεχωρίζει, καθώς έχει κάνει σημαντική πρόοδο με τη χρήση των κεφαλαίων της ΕΕ).
Η Deutsche Bank αξιολογεί τους παράγοντες που επηρεάζουν κάθε χώρα ξεχωριστά στη Νότια Ευρώπη και διαπιστώνει ότι η Ελλάδα φαίνεται πως θα συνεχίσει να ωφελείται περισσότερο όσον αφορά την οικονομική ώθηση που μεταφράζεται σε αύξηση των χορηγήσεων δανείων, ενώ η Πορτογαλία, η Ιταλία και ιδιαίτερα η Ισπανία θα έχουν μικρό όφελος. Συνεπώς, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες θα επωφεληθούν περισσότερο, ενώ οι Banco BPM, Sabadell ή BCP είναι επίσης καλές επιλογές.
Η Ελλάδα θα υπεραποδώσει – Επιλέξτε τις ελληνικές τράπεζες
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η Deutsche Bank, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη απομόχλευση στην Ευρώπη για περισσότερο από μια δεκαετία, κυρίως λόγω της μείωσης των NPEs (που αντιπροσώπευαν κάποια στιγμή σχεδόν το ήμισυ των δανείων) και της έλλειψης ζήτησης. Αυτό παραμένει ένα ζήτημα στα στεγαστικά δάνεια, όπου οι μειώσεις παραμένουν σημαντικές (περίπου -4% ετησίως, γεγονός που οδήγησε σε μικρή στάθμιση επί του συνόλου των δανείων έναντι άλλων χωρών, τώρα κάτω από το 30% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα). Ωστόσο, ο εταιρικός δανεισμός αυξάνεται πλέον με σχεδόν διψήφιο ρυθμό και η γερμανική τράπεζα αναμένει ότι θα συνεχιστεί έτσι, επιτρέποντας τα συνολικά δάνεια να βρίσκονται σε θετικό έδαφος σε ετήσια βάση (περίπου 3%). Συνολικά, οι πολύ καλές προοπτικές βασίζονται στην ανανέωση των επενδύσεων, με την αύξηση του ΑΕΠ να ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ, με στήριξη και από τα κονδύλια της Ένωσης.
Αν και η Deutsche Bank γενικότερα εκτιμά πως η ώθηση από τα κεφάλαια NGEU στους όγκους δανείων δεν θα είναι ουσιαστική στις περισσότερες περιπτώσεις, η Ελλάδα θα είναι ο κύριος δικαιούχος με διψήφια αύξηση του δανεισμού, με τον θετικό αντίκτυπο στην οικονομία της να στηρίζει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, επηρεάζοντας έτσι το κόστος ρίσκου. Επιπλέον, κατά την άποψή της, οι τράπεζες με μεγαλύτερη εξάρτηση από τον εταιρικό δανεισμό θα ωφεληθούν περισσότερο.
Κατά συνέπεια, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς – είναι οι τράπεζες που θα πρέπει να επιλέξουν οι επενδυτές καθώς έχουν πλεονεκτήματα τόσο σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της χώρας όσο και κλαδικά, καταλήγει η Deutsche Bank.