Ζημιά που πραγματικά ζαλίζει προκαλεί για την Apple, η αποχώρησή της απο την Ρωσική αγορά.
Σύμφωνα με στοιχεία της IDC (International Data Corporation), η Apple υπολογίζεται ότι κατέχει στη Ρωσία ένα μερίδιο της τάξης του 15%. Πάνω από αυτή βρίσκονται η κορεατική Samsung (με μερίδιο 34%) και η κινεζική Xiaomi (με μερίδιο 26%). Σε επίπεδο εσόδων, η Apple είχε το 2021 επιτύχει πωλήσεις που ανέρχονταν στα 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Βάσει των υπολογισμών της Burga, η οποία κατασκευάζει αξεσουάρ κινητών τηλεφώνων για διάφορους κατασκευαστές, η αμερικανική εταιρεία δείχνει να «χάνει» τουλάχιστον 3 εκατομμύρια δολάρια σε έσοδα από πωλήσεις συσκευών iPhone, καθημερινά.
Ο πραγματικός αντίκτυπος της μη δραστηριοποίησης στη Ρωσία θα φανεί για την Apple στα οικονομικά αποτελέσματα των επόμενων τριμήνων. Σε κάθε περίπτωση η Ρωσία περιγραφόταν από την ίδια την αμερικανική εταιρεία ως μία αγορά «πολλά υποσχόμενη» αν και σε απόλυτα μεγέθη τα έσοδα στη Ρωσία αποτελούν μικρό τμήμα των παγκόσμιων εσόδων της Apple.
Οι επιθυμίες της Μόσχας
Να σημειωθεί ότι η Apple είχε το τελευταίο διάστημα «συμμορφωθεί» με αρκετές ιδιαίτερες απαιτήσεις της ρωσικής κυβέρνησης. Μία από αυτές ήταν η επιθυμία της Μόσχας η εταιρεία να ανοίξει γραφεία στη Ρωσία και να προσφέρει από εκεί διαδικτυακές υπηρεσίες.
Ζητήθηκε επίσης οι χρήστες iPhone στη Ρωσία να εγκαθιστούν στις συσκευές τους τοπικά ανεπτυγμένες εφαρμογές. Αν και η Apple αρνήθηκε, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό με την εγκατάσταση του είδους των εφαρμογών να αφήνεται στις διαθέσεις των ίδιων των χρηστών.
Οι Κινέζοι έρχονται και παίρνουν θέσεις
Από τη ρωσική αγορά έχει αποχωρήσει και η ανταγωνίστρια Samsung, κάτι που αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι θα ωφελήσει την τρίτη στην κατάταξη, κινεζική Xiaomi, που συνεχίζει να δραστηριοποιείται στη χώρα. Συνολικά, οι κινεζικές εταιρείες θα μπορούσαν να κερδίσουν μερίδια αγοράς από τη στιγμή που αφήνουν χώρο οι αμερικανικές εταιρείες.
Στην περίπτωση των Κινέζων ωστόσο υπάρχει το ενδεχόμενο να τους επιβληθούν κυρώσεις και να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν αμερικανικές τεχνολογίες στα προϊόντα τους.