Καρδίες σπάει ο συγκλονιστικός αποχαιρετισμός στην 24χρονή φοιτήτρια από την Κύπρο, από τον σύντροφο της.Ο Δημήτρης Ξενιτόπουλος αποχαιρετά με πόνο την Αναστασία που τόσο άδικα έφυγε από την ζωή, μέσω ανάρτησης στο Facebook.
Τα λόγια του είναι γεμάτα αγάπη αλλά και ανείπωτο πόνο για τον χαμό της. Τα όνειρα που έκαναν μαζί και οι ελπίδες που είχαν για το αύριο του στοιχειώνουν την σκέψη.
Το τελευταίο φιλί που αντάλλαξαν, πριν αυτή μπει στο βαγόνι του μοιραίου τρένου θα μείνει για πάντα χαραγμένος στην καρδία του.Για τέλος της δηλώνει οτι θα την περιμένει κάθε βράδυ να έρθει στην αγκαλιά του.
Η Αναστασία Αδαμίδου και ο 23χρονος Κυπριανός Παπαϊωάννου, είναι οι δυο Κύπριοι φοιτητές που έχασαν την ζωή τους στα Τέμπη. Ήδη έχει κηρυχτεί τριήμερο εθνικό πένθος στο νησί.
To μύνημα του συντρόφου της Αναστασίας :
«Όμορφη μου, αγάπη μου, κουτσακοτήρα μου (όπως σε φώναζα και γελούσες)
Ήδη μου έλειψες όσο δε φαντάζεσαι. Δεν ξέρω τι θα κάνω χωρίς εσένα δίπλα μου γιατί ήσουν το στήριγμα μου, τα όνειρα μου, η ζωή μου. Σήμερα θα έπρεπε να ήμασταν μαζί όπως κάθε Σαββατοκύριακο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τώρα αλλά είμαι μόνος μου πλέον στην πόλη μας, τη Θεσσαλονίκη που τόσο αγαπούσες ( ίσως την αγαπούσες και λίγο περισσότερο από εμένα).
Ήρθα όπως κάθε Παρασκευή αλλά δεν είσαι εδώ. Λίγοι μήνες μέναμε μέχρι να γυρίσω από Αθήνα και να μείνουμε μαζί, να φέρω τα έπιπλα και να φτιάξουμε το σπίτι μας. Τον Σεπτέμβριο που έφευγα για Αθήνα έμοιαζε ακατόρθωτο αλλά με την αγάπη και τον έρωτα μας τα καταφέραμε και φτάσαμε ως εδώ, φτάσαμε σχεδόν στο καλοκαίρι που δε θα χρειαζόταν να αποχωριζόμαστε άλλο τις Δευτέρες και να συναντιόμαστε ξανά τις Παρασκευές, που με περίμενες στην πόρτα του σπιτιού σου να με πάρεις αγκαλιά ή εγώ στον σταθμό Λαρίσης να σε φιλήσω και να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος που ήρθε άλλο ένα Σαββατοκύριακο που θα σε είχε κοντά μου και θα σε άγγιζα. Δεν ξέρω τι να περιμένω πλέον με τόση ανυπομονησία γιατί οι δυο μας ήμασταν ένα και όλα τα όνειρα και τα σχέδια ήταν κοινά. Μακάρι να μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση σου σε ένα τραίνο που έπαιρνα να έρθω να σε δω, όπως το χθεσινό γιατί ήταν η σειρά μου αυτό το Σαββατοκύριακο να έρθω. Μακάρι να μην ήσουν μόνη και να ήμουν εκεί μαζί σου να σε προστάτευα όπως πάντα ή αν δε μπορούσα να ήμασταν και σε αυτό μαζί, γιατί είχαμε πει όλα μαζί θα τα καταφέρουμε.
Πήγαμε τόσα ταξίδια και στο σημαντικότερο δε με πήρες μαζί σου, με άφησες μόνο μου και δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό. Είχαμε τόσα όνειρα, που είχαμε πει ο ένας στον άλλον, είχαμε πει το για πάντα και έμεινα εγώ και για τους δυο μας, να μας αποδείξω ότι το εννοούσαμε απόλυτα και όταν σε ξαναδώ να σου πω ότι τα καταφέραμε, να σου επιστρέψω το φιλί που σου έδωσα και το σ αγαπώ που σου είπα, όταν σε άφησα στο βαγόνι. Ελπίζω να σε έκανα χαρούμενη, γιατί από τη δική σου χαρά έπαιρνα και εγώ.
Το μόνο, που χαίρομαι, είναι ότι δε σου έκρυψα ποτέ πόσο σε αγαπάω και σε νοιάζομαι, κάτι που καταλάβαινες, όπως και εγώ για εσένα. Δεν έχω κοιμηθεί ήρεμος και σχεδόν καθόλου από τη Δευτέρα, το βράδυ που κοιμηθήκαμε μαζί, γιατί σε περιμένω και δεν έρχεσαι πλέον να σε πάρω αγκαλιά και να αποκοιμηθείς επάνω μου, όπως σου άρεσε, γιατί πάντα μου έλεγες ότι το να ξαπλώνεις έτσι ήταν όλη σου η ζωή. Μπορεί να μην στο έλεγα και εγώ εκείνη τη στιγμή, αλλά όταν ξάπλωνες και σε φιλούσα στο μέτωπο αυτό εννοούσα.
Πάντα θα είσαι το κορίτσι μου, το χαμόγελο μου, τα όνειρα μου. Πάντα θα ανυπομονώ να σε δω, όπως κάθε καθημερινή, που περιμέναμε το Σαββατοκύριακο, απλά τώρα θα πρέπει να περιμένουμε λίγο περισσότερο. Ελπίζω να είσαι καλά, όπου και αν είσαι και κάποια στιγμή να έρθεις να μου το πεις, για να πάψω να ανησυχώ, γιατί πλέον δεν είναι στο χέρι μου να σε κάνω χαρούμενη και να σε προσέξω, όπως έκανα πάντα. Αντίο καρδιά μου. Σε φιλώ και σε περιμένω στην αγκαλιά μου κάθε βράδυ, δική σου είναι όπως σου απαντούσα, όταν με ρωτούσες. Σ ’αγαπάω για πάντα!»