Ράλι αγορών ακινήτων από το εξωτερικό για την ελληνική αγορά, καθώς η Ελλάδα εμφανίζεται ως η τέταρτη φθηνότερη στην Ευρώπη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται από πλευράς ξένων επενδυτών στην αγορά εξοχικών κατοικιών, κυρίως από τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία. Ακόμα κι αν πρόκειται η σύγκριση να γίνει με ένα νεόδμητο διαμέρισμα της Αθήνας η ελληνική αγορά εμφανίζεται φθηνότερη από τις περισσότερες αγορές της βορειοδυτικής Ευρώπης. Η μέση τιμή πώλησης κατοικίας στην Αθήνα αγγίζει τα 2.120 ευρώ/τ.μ..
Βάσει των παραπάνω υψηλές αναμένεται να παραμείνουν οι ροές επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό για την απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα, καθώς η χώρα μας παραμένει μία από τις φθηνότερες πανευρωπαϊκά, ακόμα και μετά τη συστηματική άνοδο των τιμών που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Global Property Guide, η Elxis-At Home in Greece, η οποία ειδικεύεται στην αγορά των εξοχικών κατοικιών, η ελληνική αγορά είναι σήμερα η τέταρτη φθηνότερη στην Ευρώπη. Ως φθηνότερες επιλογές προς ώρας, συγκριτικά με την Ελλάδα, εμφανίζονται η Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου (1.763 ευρώ/τ.μ.), η Σόφια της Βουλγαρίας (1.650 ευρώ/τ.μ.) και το Βουκουρέστι στη Ρουμανία (1.632 ευρώ/τ.μ.).
Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι θεωρούν πλέον την απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα, ως “ευκαιρία ζωής”
Ακόμα κι αν η σύγκριση γίνει με βάση το κόστος ενός νεόδμητου διαμερίσματος στην Αττική (περίπου 3.500 – 4.000 ευρώ/τ.μ.), η ελληνική αγορά εμφανίζεται φθηνότερη από τις περισσότερες αγορές της βορειοδυτικής Ευρώπης. Δηλαδή, ακόμα και η αγορά ενός καινούργιου διαμερίσματος στην Αττική είναι φθηνότερη επιλογή, σε σχέση με την απόκτηση ενός παλιότερου ακινήτου στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Elxis, κ. Γιώργο Γαβριηλίδη, αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι θεωρούν πλέον την απόκτηση κατοικίας στην Ελλάδα, ως “ευκαιρία ζωής”. “Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πολύ μεγάλη στροφή των αγοραστών από τις χώρες της Βορείου Ευρώπης, ιδίως την Ολλανδία, το Βέλγιο και τις γερμανόφωνες χώρες, δηλαδή την Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία και το Λουξεμβούργο, προς την ελληνική αγορά εξοχικής κατοικίας. Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση και η επαναφορά της στον “χάρτη” των αγοραστών ακινήτων, έφερε και την συνειδητοποίηση της υποτιμημένης αξίας των ελληνικών εξοχικών, σε σχέση με τα αντίστοιχων προδιαγραφών ακίνητα, π.χ. στην νότια Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Σήμερα, μόνο η δική μας εταιρεία έχει λίστα αναμονής 1.000 πιθανών αγοραστών εξοχικής κατοικίας και δεν έχουμε τα διαθέσιμα ακίνητα, καθώς απαιτούνται περισσότερες επενδύσεις για την κατασκευή νεόδμητων κατοικιών”, τονίζει ο κ. Γαβριηλίδης.
Η Elxis είναι εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, που εδρεύει στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας κι έχει επίσης γραφεία και σε Κρήτη και Θεσσαλονίκη. Ειδικεύεται στις πωλήσεις εξοχικών σε ξένους αγοραστές, κυρίως από τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Περίπου 3 εκατομμυρίων πολιτών από την Δυτική Ευρώπη σκέφτεται να επενδύσει ένα κεφάλαιο περίπου 300.000 – 350.000 ευρώ
Παράλληλα, ο κ. Γαβριηλίδης σημειώνει ότι στην Ελλάδα, η μέση τιμή πώλησης ενός νεόδμητου εξοχικού κινείται πέριξ των 300.000 – 350.000 ευρώ, κάτι που την καθιστά ιδανική για τους Ευρωπαίους επενδυτές, κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται πλέον αντιληπτό από όλο και μεγαλύτερη μάζα υποψήφιων αγοραστών. “Υπάρχει πολύ μεγάλη αξία στα εξοχικά της Ελλάδας, καθώς με ένα χαμηλό ποσό, συγκριτικά με άλλες αγορές, μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα σπίτι, κοντά στην θάλασσα, ή με θέα σε αυτήν, με πισίνα και όλες τις ανέσεις”, αναφέρει χαρακτηριστικά. Συμπληρώνει δε ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις που βασίζονται σε σχετικές έρευνες, τη στιγμή αυτή υπάρχει ένας αριθμός περίπου 3 εκατομμυρίων πολιτών από την Δυτική Ευρώπη, που σκέφτεται να επενδύσει ένα κεφάλαιο περίπου 300.000 – 350.000 ευρώ.
Με βάση την ανάλυση της Elxis, ακόμα ένα σημαντικό δέλεαρ είναι η προοπτική μελλοντικών υπεραξιών που προσφέρει η ελληνική αγορά, καθώς προβλέπεται ότι οι τιμές, ειδικά σε νεόδμητα εξοχικά, θα συνεχίσουν να αυξάνονται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 8% – 10% τα επόμενα χρόνια.