Μια νέα εποχή ξεκινά για την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας καθώς η διακοπή της διέλευσης ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας από την 1η Ιανουαρίου δημιουργεί επιπρόσθετες προκλήσεις. Η σταθερή άρνηση της ουκρανικής κυβέρνησης να επεκτείνει τη συμφωνία διαμετακόμισης, σε συνδυασμό με την περιορισμένη χωρητικότητα του αγωγού Turkstream, εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, το συνολικό κόστος για τους Ευρωπαίους καταναλωτές και επιχειρήσεις ενδέχεται να ξεπεράσει τα 120 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Η κρίση στη διέλευση και οι διπλωματικές εντάσεις
Η επερχόμενη διακοπή έχει πυροδοτήσει έντονη διπλωματική αντιπαράθεση. Η Μπρατισλάβα, μέσω του πρωθυπουργού Φίκο, έχει προχωρήσει σε μια σειρά διπλωματικών κινήσεων, συμπεριλαμβανομένης επιστολής προς την πρόεδρο της Κομισιόν και απειλών για διακοπή της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ουκρανία, που αντιστοιχεί στο 19% των εισαγωγών της χώρας.
Το υφιστάμενο δίκτυο αγωγών της Ουκρανίας, με την εντυπωσιακή έκταση των 38.600 χιλιομέτρων, κινδυνεύει να μετατραπεί σε στρατιωτικό στόχο εάν χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά μη ρωσικού αερίου, όπως προτείνει η ουκρανική πλευρά.
Σημειώνεται ότι η Τσεχία έχει ήδη προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, έχοντας διακόψει πλήρως τις εισαγωγές ρωσικού αερίου από το προηγούμενο έτος.
Προκλήσεις για την ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας
Η μετάβαση από την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο είναι εμφανής στα στατιστικά στοιχεία: από το 35% που έφτανε το μερίδιο της Ρωσίας την περίοδο 2018-2019, σήμερα έχει μειωθεί σημαντικά, με τη Νορβηγία, τις ΗΠΑ και το Κατάρ να καλύπτουν το κενό.
Η αγορά εμφανίζει ασυνήθιστες τάσεις στην τιμολόγηση, με τα συμβόλαια του καλοκαιριού 2025 να διαπραγματεύονται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά του χειμώνα 2025-26. Αυτή η αντιστροφή της συνήθους εποχικότητας υποδηλώνει βαθύτερες ανησυχίες για τη μελλοντική επάρκεια και το κόστος του αερίου.
Τα τρέχοντα αποθέματα στο 75% της χωρητικότητας, αν και φαινομενικά ικανοποιητικά, προκαλούν προβληματισμό στους αναλυτές για τη δυνατότητα έγκαιρης και οικονομικά βιώσιμης αναπλήρωσής τους ενόψει του 2025.