Τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου του 2024 ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα, στα φάρμακα απώλειας βάρους Ozempic και Wegovy,όπως ανακοίνωσε η Novo Nordisk, ο κορυφαίος ευρωπαϊκός φαρμακευτικός κολοσσός. Παρά την εκρηκτική δημοτικότητα των προϊόντων αυτών στα κοινωνικά δίκτυα, οι πωλήσεις τους δεν κατάφεραν να ανταγωνιστούν τις προσδοκίες της αγοράς.
Παρά την εντυπωσιακή αύξηση των πωλήσεων του Wegovy κατά 55%, φτάνοντας τα 11,66 δισ. κορώνες, και του Ozempic κατά 30%, με πωλήσεις που ανήλθαν στα 28,9 δισ. κορώνες, οι επιδόσεις τους δεν κατάφεραν να ανταγωνιστούν τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Αυτές οι εκτιμήσεις τοποθετούν τις πωλήσεις του Wegovy στα 13,54 δισ. κορώνες και του Ozempic στα 29,8 δισ. κορώνες αντίστοιχα.
Μεγάλη πτώση της μετοχής
Η μετοχή της Novo Nordisk, η οποία είχε καταγράψει μια εντυπωσιακή αύξηση 230% στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον Ιούνιο του 2021, όταν και εισήχθη στη Wall Street, τώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις. Αν και η αύξηση αυτή ήταν σημαντική σε σύγκριση με την μόλις 9% αύξηση του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600, από τα τέλη Ιουνίου 2024, η μετοχή της Novo Nordisk έχει υποστεί σοβαρές απώλειες της τάξεως του 21%. Αυτή η πτώση φαίνεται να σχετίζεται με τις θετικές εξελίξεις από την ελβετική Roche, η οποία προχωρά σε πειραματική έρευνα για ένα νέο φάρμακο κατά της παχυσαρκίας.
Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της εταιρείας, τα καθαρά κέρδη για το δεύτερο τρίμηνο ανήλθαν σε 20,5 δισ. κορώνες Δανίας (2,93 δισ. δολάρια), σημειώνοντας μια ελαφριά πτώση σε σχέση με την αναμενόμενη εκτίμηση των 20,9 δισ. κορωνών. Παράλληλα, τα λειτουργικά κέρδη (EBIT) ανήλθαν σε 25,93 δισ. κορώνες, καταγράφοντας αύξηση 8% σε σύγκριση με πέρυσι, ωστόσο δεν κατάφεραν να καλύψουν τις προσδοκίες των αναλυτών που προέβλεπαν 26,86 δισ. κορώνες. Η εταιρεία προχώρησε σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ετήσια αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας, μειώνοντάς την σε ποσοστά 20% – 28%, από 22% – 30%. Αυτή η αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθούν σημαντικές απώλειες στην τιμή της μετοχής της, η οποία υπερβαίνει το 3%, ενώ νωρίτερα είχε φτάσει μέχρι το 7%.
Η Αλματώδης Άνοδος του Ozempic και οι Επιπτώσεις στην Προσβασιμότητά του
Το Ozempic έχει συνδεθεί τόσο έντονα με την απώλεια βάρους των διασημοτήτων που συχνά χρειάζεται υπενθύμιση ότι το φαρμακευτικό φάρμακο προοριζόταν για διαβητικούς. Διασημότητες και influencers έχουν προωθήσει το φάρμακο ως «θαύμα» για την απώλεια βάρους, με το hashtag #ozempic να συγκεντρώνει πάνω από ένα δισεκατομμύριο προβολές μόνο στο TikTok. Ο Elon Musk, η Whoopi Goldberg, η Sharon Osbourne, η Amy Schumer και η Tracy Morgan είναι μερικά από τα γνωστά ονόματα που έχουν μιλήσει για τις εμπειρίες τους με το Ozempic, προκαλώντας ευρύτερο ενδιαφέρον.
Η δημοτικότητα του Ozempic έχει εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, με πάνω από εννέα εκατομμύρια συνταγές να έχουν εκδοθεί μέχρι το τέλος του 2022. Η αυξανόμενη ζήτηση για το φάρμακο έχει προκαλέσει σοβαρές ελλείψεις στην αγορά. Το Ozempic έχει γίνει το «κρυμμένο μυστικό» του Χόλιγουντ το οποίο έχει κατακτήσει τα social media. Παρά την υψηλή τιμή των 900 δολαρίων ανά δόση, και τις 6-8 εβδομάδες ώστε να δείξει σημαντικά αποτελέσματα στην απώλεια βάρους, η ζήτηση παραμένει έντονη, προσελκύει ως πελάτες celebrities, κάνοντας το πιο δύσκολα προσβάσιμο στα άτομα με διαβήτη, που το χρειάζονται ως άμεση θεραπεία.
Μείωση Κερδών και Αναθεώρηση Προβλέψεων
Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση της εταιρείας, τα καθαρά κέρδη για το δεύτερο τρίμηνο ανήλθαν σε 20,5 δισ. κορώνες Δανίας (2,93 δισ. δολάρια), σημειώνοντας μια ελαφριά πτώση σε σχέση με την αναμενόμενη εκτίμηση των 20,9 δισ. κορωνών. Παράλληλα, τα λειτουργικά κέρδη (EBIT) ανήλθαν σε 25,93 δισ. κορώνες, καταγράφοντας αύξηση 8% σε σύγκριση με πέρυσι, ωστόσο δεν κατάφεραν να καλύψουν τις προσδοκίες των αναλυτών που προέβλεπαν 26,86 δισ. κορώνες. Η εταιρεία προχώρησε σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για την ετήσια αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας, μειώνοντάς την σε ποσοστά 20% – 28%, από 22% – 30%. Αυτή η αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθούν σημαντικές απώλειες στην τιμή της μετοχής της, η οποία υπερβαίνει το 3%, ενώ νωρίτερα είχε φτάσει μέχρι το 7%.